Home » Κοινωνία » ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ

ΜΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Η τελευταία αναλαμπής τους, τη δεκαετία του 1960.

Από το 1883 θεσπίστηκε η έναρξή των εμπορικών πανηγυριών στις μικρές και μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας. Η προέλευσή τους είναι πολύ παλαιότερη. Στα 1858, ο περιηγητής L. Heuzey έγραφε τα εξής: «Η εμποροπανήγυρη της Λάρισας ήταν παλαιότερα πλούσια σε υφάσματα ανατολικού τύπου από την Θεσσαλία, ενώ τώρα αυτά προέρχονται από την Ευρώπη, κυρίως από τη Γερμανία».

Από το τέλος του 19ου αιώνα και κάθε χρόνο άνοιγαν τις πύλες τους οι εθιμοτυπικές εμπορικές, βιοτεχνικές, ζωεμπορικές κι άλλων θεαμάτων εμποροπανηγύρεις, τα ετήσια παζάρια της Λάρισας, των Τρικάλων του Βόλου, της Καρδίτσας κι άλλων μικρότερων κωμοπόλεων της Θεσσαλίας και όλης της Ελλάδας.

Και ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό και τοπικό πολιτιστικό γεγονός. Μιας μεγάλης φιέστας αγοράς και ποικίλων θεαμάτων. Μια ανταλλακτική, αυτόνομη, χωρίς μεσάζοντες έκθεση εμπορευμάτων που προσέλκυε ενδιαφερομένους και επισκέπτες από όλη την Ελλάδα. Μια πρόσκληση και πρόκληση ανοιχτή να γνωρίσουν, ντόπιοι και οι επισκέπτες, τα τοπικά χειρωνακτικά και βιοτεχνικά προϊόντα και οι ντόπιοι να γνωρίσουν τα προϊόντα άλλων περιοχών.

Να απολαύσουν και να δοκιμάσουν τις  ποικίλες γεύσεις των τοπικών προϊόντων, των παραδοσιακών εθίμων, των καλλιτεχνών, των τραγουδιστών κι άλλων μορφών τέχνης που το μεράκι τους αποτυπώνονταν σε μια σειρά από αγαθά και έργα που έφεραν την ετικέτα του τοπικού προϊόντος και να θαυμάσουν τις παραδοσιακές φορεσιές των επισκεπτών, των ορεινών και πεδινών χωριών που γέμιζαν με χρώματα τους δρόμους του πανηγυριού για 8 ολόκληρες μέρες.

Εκείνα τα παλιά παραδοσιακά πανηγύρια ήταν ένα ταξίδι συναρπαστικό, μαγικό, μια διαδρομή στη χώρα των θαυμάτων. Και πώς γινόταν αυτό; Από αυτορυθμιζόμενους χώρους απ΄τους συμμετέχοντες, και  αυτοδιαχειριζόμενους απ΄τους ίδιους με το κάθε είδος χωριστά. Αλλού τα θεάματα κι αλλού οι εμπορικοί δρόμοι. Σεβαστή η παλαιότητα και η προτεραιότητα του καθενός και πάντα υπήρχε μια θέση για τον νεοφερμένο.

Με τις γαργαλιστικές μυρωδιές των εργαστηρίων του χαλβά, κι άλλων γλυκισμάτων που αρωμάτιζαν τον αέρα μιας κινητής γιορτής, μιας μαγικής πολιτείας, που άναβε τα φώτα της και ξεκινούσε την παράστασή της, διάρκειας από 8 έως  15 ημέρες και κάθε χρόνο με περισσότερες εκπλήξεις και πρόσωπα  στο έργο.

Για 8-15 μέρες μια μικρή μαγική πολιτεία χωρίς την έντονη παρουσία των μηχανισμών ελέγχου και την παρουσία του κράτους, μέσα σε μια αυτοοργανωμένη αγορά προϊόντων, θεαμάτων και παιχνιδιών που απελευθέρωνε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων και των πολιτών της, με όλες οι ηλικίες εν δράση να έχουν θέση σ΄αυτή τη μεγάλη γιορτή και χωρίς μεσάζοντες οικονομία της αγοράς.

Γριές, γέροι, άνθρωποι όλων των ηλικιών με μάλλινα είδη, ξύλινα κι άλλων υλικών χειροτεχνημάτων, εκθεμάτων χρησιμοποιουμένων οικιακών εξοπλισμών κι άλλων σπάνιων και πρωτότυπων εργαλείων κι αντικειμένων και δεκάδες αυτοσχέδιοι καλλιτέχνες, όλων των ηλικιών, με φαντασία και πρωτοτυπία σε ταξίδευαν με τα έργα τους σε μια διαδρομή συνεχών εκπλήξεων, παιχνιδιών και θεαμάτων.

Στους δρόμους του πανηγυριού όλα τα εμπορεύματά τους έφερναν την σφραγίδα του κατασκευαστή του και το παζάρι πανταχού παρόν, «Λίγου παρακατ΄ και θα του πάρου». Η διαφήμιση επιτόπου, χωρίς την ακριβή μεσολάβηση του διαφημιστή του καναλιού. «Δεν είναι βόας δεν είναι κροταλίας…, «είναι ο γύρος του θανάτου που θα σας κόψει την ανάσα..», «περάστε κόσμε να δείτε…», «θαυμάστε τον…», «Πέντε κρίκοι ένα τάλιρο…»

Έπειτα έσβηναν τα φώτα, ξηλώνονταν η μεγάλη σκηνή, σαν τη σκηνή του κόσμου και της ζωής, και οι πρωταγωνιστές ετοιμάζονταν για την κατασκευή των επόμενων έργων των χεριών τους και της δημιουργικής φαντασία τους, της επόμενης χρονιάς, σαν τις σχολές της σάμπας του βραζιλιάνικου αποκριάτικου πανηγυριού τους.

Ο γυρισμός στη γκρίζα πολιτεία, των ασφυκτικών ελέγχων, κάθε είδους, δεν ήταν εύκολη. Στην γκρίζα πολιτεία, την χωρίς καμιά φαντασία και πρωτοτυπία, των ψεύτικων λόγων των πολιτικών του θα…, στην μουντή πολιτεία των συμμοριών που μηχανεύονταν τρόπους πώς θα κλέψουν το βιο σου, σε περίμενε η ανία της καθημερινότητας.

Ένα πρότυπο δείγμα ήταν το παραδοσιακό πανηγύρι, το πώς λειτουργεί μια οικονομία και πώς κινητοποιείται μια ολόκληρη κοινωνία, κάνοντας τους πάντες παραγωγικούς πολίτες, εκτός από τους επιτήδειους που παρεισέφρεαν  σε κομματικούς οργανισμούς,  σε κυβερνητικά σχήματα, μηχανευόμενοι πώς θα θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις τελευταίες ελεύθερες, αυτοδιαχειριζόμενες και χωρίς μεσάζοντες αγορές, για να τις αρμέγουν κανονικά και με τον νόμο μέχρι να τις πεθάνουν.

Και τις πέθαναν οι νεκροθάφτες, θάβοντας χρόνο με το χρόνο ότι γνήσιο, παραδοσιακό και λαϊκό είχε αυτή χώρα.

Η τελευταία αναλαμπής τους, τη δεκαετία του 1960.  Τη δεκαετία που καταρρέουν και οι τελευταίες παραδοσιακές υποδομές του ελληνικού λαού, κράτους και της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα.

Αυτά τα πανηγύρια δεν υπάρχουν πια.

Σήμερα υπάρχουν τα Σούπερ Μάρκετ Πανηγύρια. Τα ίδια προϊόντα σε δεκαπέντε μεριές των επιχειρηματιών πανηγυριστών που τα ενοικιάζουν μαζικά από τον μεγαλοεργολάβους των πανηγυριών, από τις δημοτικές αρχές κάθε πόλης και κωμόπολης της Ελλάδας, πολλές φορές και με αδιαφανείς διαδικασίες ή νομότυπες μεν, αλλά παράτυπες δε.

Β.Π.

Πίνακας: Σκοπευτήριο του Αγήνορα Αστεριάδη.