Home » Άνθρωποι » Η ΜΑΣΚΑ

Η ΜΑΣΚΑ

ΝΟΥΒΕΛΑ

Εργαζόμουνα σα δημόσιος υπάλληλος σε μια υπηρεσία κοινής ωφέλειας κ΄ ήμουνα λίγο οξύθυμη σαν υπάλληλος, γιατί ερχότανε οι άνθρωποι να ζητήσουν πληροφορίες στο γραφείο μου, εντελώς άσχετες με το αντικείμενο της υπηρεσίας μου, και πολλές φορές τους φερνόμουνα μ΄ απαίσιο τρόπο, χωρίς εκείνοι να διαμαρτύρονται καθόλου, από φόβο απέναντι στην εξουσία που καταχρηστικώς ασκούσα, κι επειδή είχαν την ανάγκη μου στεκόταν υποτακτικά μπροστά μου, χωρίς να λένε λέξη.

Όταν έβλεπα κάποιον κορδωμένο σαν παγώνι, έχοντας πάρει το «αέρα», απ΄ τον τοπικό βουλευτή του, που τον έγλειφε και τον συνόδευε σ΄όλες τις προεκλογικές του συγκεντρώσεις ή κάποιον γυμνοσάλιαγκα που με τις γαλιφιές του προσπαθούσε να με ρίξει, τον έστελνα πάνω στον τέταρτο όροφο, στο γραφείο της Πόπης, που ταιριάζαμε συναδελφικά, κι εκείνη μου το ξαναστέλνε καταϊδρωμένο πάλι πίσω.

Έβγαζα το άχτι μου, για τόσα χρόνια ανδροκρατίας, αλλά μη με κακίζεις αναγνώστη μου, γιατί στο τέλος-τέλος, ήμουνα ευσυνείδητη υπάλληλος, για τους απλούς και ταλαιπωρημένους ανθρώπους, σχιζόμουν να τους εξυπηρετήσω, και όπως βλέπεις δεν ήμουν και τόσα απαίσια. Όχι, δεν είναι αλήθεια, γιατί και τους φουκαράδες, όταν έβλεπα την υποτέλεια στο πρόσωπο τους, γινόμουν αγενέστατη.

Δε θα σας διηγηθώ όμως τις δικές μου ιστορίες, γιατί στα τόσα χρόνια που εργάζομαι σ΄ αυτή τη δημόσια υπηρεσία οι ιστορίες μου είναι βαρετές και δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθότι έγινα δημόσιος υπάλληλος, όπως κι οι περισσότεροι, για να βγάζω το ψωμί μου και μονάχα γι΄ αυτό.

Θα σας διηγηθώ όμως, τις φεγγαρίσιες ιστορίες  του φίλου μου Θεόφιλου, που στ΄ αλήθεια ήταν πολύ περίεργος άνθρωπος. Και τις λέω φεγγαρίσιες, γιατί για πολύ καιρό, ποτέ του δεν καθόταν στον ίδιο τόπο και θέση. Έτσι τον έλεγε κι η κυρά ευδοκία, η μάνα του, γιατί άλλαζε από σε καιρό σε καιρό σαν το φεγγάρι.

Τον Θεόφιλο τον γνώριζα απ΄ τα μαθητικά μου χρόνια, αλλά έγινα στενή του φίλη, όταν αφήσαμε τα μαθητικά θρανία, επειδή ο Θεόφιλος, αντίθετα με τους περισσότερους συμμαθητές του σχολείου, δεν έπαιρνε ποτέ μέρος, της όποιας παρέας που σχηματίζαμε, στις συνηθισμένες συζητήσεις των ανδρικών θεμάτων, που κι εγώ τις έβρισκα άνευ κανενός περιεχομένου και σοβαρής ουσίας.

 Όπως λόγου χάριν, στο καθημερινό μενού των συζητήσεών μας, προεξάρχοντα λόγο είχαν, πάντοτε οι αποτυχίες και οι επιτυχίες των ποδοσφαιρικών ομάδων, οι μάρκες και οι ταχύτητες των αυτοκινήτων, που ήταν τότε πολύ της μόδας, οι γκομενοεπιτυχίες τους, που οι περισσότερες ήταν στη φαντασία του μόνο, υποβιβάζοντας εμάς τα κορίτσια σα να είμαστε από γεννησιμιού μας πόρνες.

Δεν ήμουν αντίθετη με τα αθλητικά παιχνίδια, αλλά με ενοχλούσε η μονομερή και η υπερβολική συζήτηση και οι κοκορομαχίες τους κάθε μέρα, για τα ίδια θέματα, λες και δεν υπήρχαν πιο σοβαρά πράγματα να σχολιάσουμε και να κάνουμε κάποια κουβέντα.

 Ο Θεόφιλος έμεινε ώρες σιωπηλώς σ΄αυτές τις συζητήσεις, προκαλώντας την περιέργειά μας, σχολιάζοντας υπαινικτικά πολλές φορές, κάποιοι, ότι η παρατεταμένη σιωπή του μπορεί να οφείλονταν σε κάποια κρυφή σεξουαλική ιδιαιτερότητά του. Ο Θεόφιλος σιγά-σιγά απομακρύνθηκε απ΄όλους μας, απ΄τα χρόνια της πρώτης μας επαγγελματικής ενασχόλησης. Κι επειδή η σοβαρότητά του πάντοτε με κέντριζε την περιέργειά μου, αλλά και τον ενδιαφέρον μου, συνδέθηκα μαζί του κι έγινα φίλη του.  

Πέρασαν πολλές δεκαετίες από τότε και δεν το ΄χω μετανιώσει ποτέ για κείνη την επιλογή μου, γιατί κοντά του έμαθα να εκτιμώ στην ζωή μου τα ουσιώδη πράγματα. Κι έγινα μια εξυπηρετική και ευγενική υπάλληλος του δημοσίου, αλλά χρειάστηκε πολύ καιρό για αυτό, και το σημαντικότερο μ΄ άνοιξε ένα παράθυρο στη βαρεμένη έως τότε ζωή μου, στα 22 μου χρόνια, που δεν το γνώριζα, και δε το ΄χα ανοίξει ποτέ μου.

Ο Θεόφιλος ήταν πάντα αντίθετος σ΄ ότι ακολουθούσαν οι περισσότεροι. Και πολλές φορές για να με πικάρει ή για να δοκιμάσει τις αντοχές μου, όταν κατεβαίναμε στο κέντρο της πόλης, ενώ όλοι πήγαιναν  απ΄ τα δεξιά πεζοδρόμια εκείνος πήγαινε, ακολουθώντας τον κι εγώ αναγκαστικά, απ΄ τα αριστερά.

Ήταν αντίθετος σ΄ ό,τι ακολουθούσαν μαζικά οι άνθρωποι και σε κάθε ρεύμα μόδας της εποχής. Όπως και τώρα με την επιδημία του κορoνοϊού, που οι πιο πολλοί, δυσανασχετούσαμε με τα περιοριστικά μέτρα μετακίνησης και για την υποχρεωτική χρήση της μάσκας, ο Θεόφιλος χαιρόταν αυτή τη συνεχόμενη μασκαράτα που είχε επιβληθεί διά νόμου πριν από τρείς μήνες, και κάθε μέρα φορούσε μ΄ ευχαρίστηση τη μάσκα του σε διάφορα σχέδια κι αποχρώσεις.

Ο Θεόφιλος είχε τη δική του εξήγηση για την εμφάνιση της επιδημίας. Πίστευε ότι η αιτία της επιδημίας δεν ήταν ο Ιός του  κορονοϊού, όπως τον είχαν ονομάσει οι ειδικοί επιδημιολόγοι, αλλ΄ ότι αυτός ο ιός υπήρχε από πάντα, μ΄ εκατοντάδες διαφορετικά στελέχη, αλλά ενεργοποιήθηκε τώρα, εν έτη 2020, γιατί βρήκε το κατάλληλο έδαφος.

Και μ΄ ανέπτυσσε το επιδημιολογικό πιστεύω του, λέγοντας με ότι ο κορονοϊός τον προηγούμενο καιρό βρισκόταν εν υπνώσει κι έπρεπε να συμβεί το μοιραίο λάθος για να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα ενεργοποίησης του. Κι αυτό έγινε, όταν η ανθρωπότητα μπήκε στην  εποχή του πλαστικού. Όπως και στις  προηγούμενες εποχές, του λίθου, του σιδήρου και του χαλκού που εμφανίστηκαν ανάλογες επιδημίες, απ΄ την κακή και την υπερβολική χρήση των  νέων μέσων παραγωγής και διατροφής που εμφανίζονται σε κάθε αλλαγή εξέλιξης του ανθρώπου.

Δε συμφωνούσα πάντα με τις απόψεις του, αλλά τις άκουγα μ΄ ενδιαφέρον, πολλές φορές για να μην τον κακοκαρδίσω, γιατί κι όταν τον αντιλογούσα είχε πάντα την απάντησή του και αντέκρουε κάθε επιχείρημά μου. Την εποχή του πλαστικού, πρώτη φορά την άκουγα από τον Θεόφιλο, που συνεχίζοντας την εξελικτική κοινωνιολογική ανάλυσή του, έλεγε, ότι η εποχή του πλαστικού δημιούργησε τον πλαστικό άνθρωπο, που εν πολλής, απώλεσε το ανοσοποιητικό σύστημά του.

 Ένα αμυντικό σύστημα του οργανισμού που από αιώνες αυτοτροφοδοτούνταν, από τις φυσικές τροφές που κατανάλωνε καθημερινά, ζώντας σε καλύτερες συνθήκες, τόσο στον τομέα της εργασίας όσο και στην κοινωνική  του ζωή, διατηρώντας με σχολαστική ευλάβεια όλες τις εθιμοτυπικές  και παραδοσιακές συνήθειες του.

Ο πλαστικός άνθρωπος τρέφεται σήμερα από τα φαστ φουντ, με πρόχειρο, εύκολο και γρήγορο φαγητό. Μια καθημερινή ανάγκη που τις προηγούμενες εποχές σήμαινε μια σοβαρή εθιμοτυπική καθημερινή ιεροτελεστία της οικογένειας.  Τώρα, στην εποχή του πλαστικού, ο άνθρωπος τρέφεται  από τροφές κλεισμένες μέσα σε πλαστικά κουτιά, σε πλαστικές σακούλες, με πλαστικά πιάτα, πιρούνια και ποτήρια. Τροφές συντηρημένες με χημικές ουσίες, μέσα σε συνθετικό πλαστικό περίβλημα.

Και τα εργαλεία, τα καθημερινά σκεύη κι άλλα υλικά ο σύγχρονος άνθρωπος τ΄ αντικατέστησε με το συνθετικό πλαστικό, που ούτε σκουριάζει, φθείρεται και δε λιώνει ποτέ. Οι δε αγχώδεις συνθήκες εργασίας, άνευ ωραρίου, επέτειναν ακόμη περισσότερο στο να  έρθει το τέλος του ανοσοποιητικού συστήματος, πέφτοντας ένα-ένα τα πρότερα απόρθητα κάστρα του, μένοντας στο τέλος λίγοι κι αδύνατοι φύλακες για να υπερασπιστούν το ταλαιπωρημένο σώμα.

Η  υπερβολική χρήση του πλαστικού σε συνδυασμό, με το φαστ φουντ,  ήταν η Κερκόπορτα που άνοιξε για να μπει ο επικίνδυνος εισβολέας που παραμόνευε σιωπηλά, κτυπώντας τακτικά και συχνά τα τείχη του οργανισμού τα τελευταία χρόνια και κάποια στιγμή, όταν έπεσαν όλοι οι αμυντικοί τοίχοι, εισέβαλε και αδρανοποίησε το κυριότερο όργανο του ανθρώπου, τους πνεύμονες, που όταν προσβληθούν αφήνουν ελάχιστο χρονικό διάστημα  ζωής.

Ούτε σ΄αυτά συμφωνούσα με τον Θεόφιλο, ήμουν συντηρητικών απόψεων, δεν σας το κρύβω. Πίστευα στην επίσημη ιατρική και κάθε εναλλακτική μέθοδος θεραπείας και ερμηνείας με προξενούσε φόβο, παρότι ζούσα σε μια πόλη με Ασκληπιακή και Ιπποκράτεια παράδοση, των Πατέρων της ιατρικής, της ολιστικής ιατρικής που πίστευε ότι το σώμα αρρωσταίνει πολλές φορές απ΄ τις ασθένειες της ψυχής και του πνεύματος, δημιουργώντας μεγάλα θεραπευτήρια, τα Ασκληπιεία που θεράπευαν ολοκληρωτικά τον άνθρωπο, οδηγώντας τον στην αθανασία.

Σε μερικές διαπιστώσεις του συμφωνούσα μαζί του, αλλά κατά καιρούς φερόταν απρόβλεπτα, παράξενα  κι έλεγε υπερβολικά πράγματα. Όπως πριν από χρόνια, στην αρχή της φιλίας μας, όταν είμασταν ακόμη 26 Μαΐων, του ήρθε πάλι και τότε μια παραξενιά και τρέλα στο κεφάλι, με μια άλλη επιδημία, όπως την έλεγε, φτιάχνοντας μια ξύλινη Κιβωτό που τη γέμισε με βιβλία

Γιατί συνειδητοποίησε έλεγε, ότι ζούσε μέσα σ΄ένα δικτατορικό καθεστώς μιας ομάδας συνταγματαρχών, που τους είχε στήσει μια μεγάλη χώρα, πέραν του Ατλαντικού, που επαίρονταν σ΄όλο τον κόσμο για τα δημοκρατικά ιδεώδη της.

Στα καλά καθούμενα, ανακάλυψε ότι ζούσαμε μέσα σε μια δικτατορία. Ενώ τα πράγματα δεν ήταν έτσι, για μένα τουλάχιστον. Γι αυτό συχνά με αποκαλούσε «δημόσιο κατεστημένο», επειδή εργαζόμουν σε δημόσια υπηρεσία που είναι πάντα με το χωροφύλακα, τον δάσκαλο, το παπά και τον πρόεδρο του χωριού, όπως έλεγε.

Κι εγώ περιφρονούσα πολλές φορές το κράτος και το υπουργείο μου, μα αναγκαστικά δεν μπορούσα να τ΄ απαρνηθώ, γιατί πληρωνόμουν απ΄αυτό, ενώ εκείνος εργαζόταν στην επιχείρηση του πατέρα του και δεν είχε τίποτα να χάσει απ΄ οποιαδήποτε επιλογή του.

Είχα τη δική μου άποψη για τα πολιτικά πράγματα, άσχετα αν αργότερα αναθεώρησα πολλά απ΄ αυτά. Γιατί είχα διαπιστώσει, από πολύ νωρίς, ότι ένα ήταν το κόμμα που κυβερνούσε την χώρα μου, κι ότι άλλαζαν μόνο οι πολιτικοί προϊστάμενοί μου, κατά διαστήματα, κι αναγκαστικά έπρεπε να ΄μαι μ΄ αυτό το ένα και το μοναδικό κόμμα και τον εκάστοτε προϊστάμενό μου.

Ήμουνα στέλεχος ενός κόμματος, χωρίς καμιά κομματική ταυτότητα. Κι αισθανόμουν πανίσχυρη στη θεσούλα μου και πάντα με τον νέο πολιτικό προϊστάμενό μου, που στ΄ αλήθεια άλλαζε τόσο συχνά, πιο γρήγορα κι απ΄τα φορέματα μου, έχοντας παραγεμίσει τις δυο ντουλάπες μου από φορέματα που μερικά δεν τα φόρεσα ποτέ.

Υπαρκτός σοσιαλισμός,  εν τη πράξη,  κι όλοι εμείς του δημόσιου τομέα, οι γραφειοκράτες όλων των κρατικών υπηρεσιών και θεσμών, ασκούσαμε απεριόριστη εξουσία. Οι υπουργοί έρχονταν και παρέρχονταν και εμείς εκεί στη θεσούλα μας. Για αυτό δεν κατάλαβα και δε καταλάβαινα καμιά δικτατορία.

Σάμπως δοκιμάσαμε και ποτές μας, την άμεση Δημοκρατία ή την απλή αναλογική, για να μετρά καλύτερα η ψήφος μας; Μια φορά, στα τριάντα τόσα χρόνια, κάναμε ένα δημοψήφισμα κι επειδή το αποτέλεσμα δεν τους άρεσε το ακύρωσαν.

Η μήπως, οι του ιδιωτικού τομέα, κατάλαβαν τίποτα ; Δεν είχαν τον ίδιο προϊστάμενο υπουργό μ΄εμένα; Γλείφοντάς τον για μια θεσούλα, κι άμα έλαχε, για κάποια εξυπηρετησούλα, δανειοδιοτισούλα , αδειοδοτισούλα κι όλα για την παρτούλα ;

Η δική μου γνώμη, στα 26 χρόνια μου ήταν διαφορετική απ΄ του φίλου μου και πίστευα ότι η χώρα μας την εποχή εκείνη βρισκόταν σε μια μεγάλη μεταβατική περίοδο πολιτικής αναρχίας των κομμάτων κι αναγκαστικά επαναστάτησε ο στρατός για να φέρει πάλι την ομαλότητα. Κι η απόδειξη ήταν, ότι ελάχιστοι  αντέδρασαν σ΄ εκείνη την κίνηση των στρατιωτικών, εκτός πάλι απ΄ τον φεγγαρίσιο φίλο μου.

Ο Θεόφιλος έλεγε τότε τα δικά του, ότι οι επεμβάσεις των στρατιωτικών ήταν μια σύνηθες τακτική των Μεγάλων Δυνάμεων του 20ου αιώνα, την οποία την εφάρμοζαν, οργανώνοντας στρατιωτικά πραξικοπήματα, όταν κι όπου νομίζανε ότι κινδυνεύαν οι προσαρτημένες χώρες τους, του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» κι υποανάπτυκτες χώρες,  μη τυχόν χάσουν την επιρροής τους και την κυριαρχία τους.

Τότε συνειδητοποίησε ο Θεόφιλος, ότι γεννήθηκε σε μια προσαρτημένη υποανάπτυκτη χώρα του «τρίτου κόσμου». Και το χειρότερο γι αυτόν ήταν ότι αυτή η κυρίαρχη χώρα, πέραν του ατλαντικού, επέβαλε ένα δικτατορικό καθεστώς, αφαιρώντας του τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα που αυτή η ίδια απολάμβανε.  Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις  ο άνθρωπος έχει δυο επιλογές ή να υποταχθεί και να γίνει σκλάβος ή να στραφεί εναντίον του δυνάστη του, λόγια του φίλου μου πάλι.

 Ο Θεόφιλος επέλεξε το δεύτερο και στράφηκε εναντίον του τυραννικού καθεστώτος, όπως το ονόμαζε. Παράτησε την οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα που το προόριζε για διάδοχό του κι αφού περιπλανήθηκε για λίγους μήνες, πηγαίνοντας για λίγες μέρες στο Άγιο Όρος, αναζητώντας έναν τρόπο αντίστασης εναντίον της ξενοκίνητης δικτατορίας και του μεσαιωνικού σκοταδισμού που του επέβαλε η μεγάλη δύναμη πέραν του Ατλαντικού.

Η οικογένειά του ανησύχησε, όταν έμαθε για τον προορισμό του κι έγινε ένας μικρός πανικός, νομίζοντας ότι γιος τους παράτησε όλα τα εγκόσμια κι έφυγε για να γίνει καλόγηρος σε κάποια αγιορείτικη μονή. Και το βάρος της απόφασής του τον έριξαν σ΄ εμένα, που ήμουνα ή πιο κοντινή του φίλη, βρίσκοντας τον μπελά μου στα καλά καθούμενα, ότι τάχα ήξερα ότι ο Θεόφιλος πήγε να γίνει καλόγηρος και δεν τους είπα λέξη. Το μόνο που ήξερα, ήταν ότι έψαχνε να βρει μια νέα εργασία και θα πήγαινε στην πρωτεύουσα της χώρας. Πώς βρέθηκε στο Άγιο Όρος και γιατί, το ΄μαθα κι εγώ αργότερα.

Τρεις μέρες χρειάστηκαν για την ανάσταση του Θεόφιλου, όπως μου είπε, όταν ξανανταμώσαμε, γυρνώντας  πίσω στη μικρή μας πόλη, αλλαγμένος τούτη τη φορά σα να ΄χε λουστεί μ΄ ένα παράξενο φως, και λίγο αλλοπαρμένος μου φάνηκε εκείνες τις πρώτες μέρες, εξιστορώντας την τριήμερη διαμονή του στο Άγιο Όρος, δίνοντάς μου κι ένα σακουλάκι με θυμίαμα, πράγμα που μ΄ έκανε ν΄ ανησυχήσω κι εγώ, αν αυτός που επέστρεψε ήταν πραγματικά ο φίλος μου.

 Και τότε μου είπε ότι αποφάσισε  να φτιάξει μια Κιβωτό της Γνώσης που αποκτήθηκε με πολλές θυσίες μέσα στους αιώνες, για να πολεμήσει την  αμάθεια, την άγνοια, την προπαγάνδα κι όλα τα κατά συνθήκη ψέματα της κοινωνίας που είχε επιβάλει η  μεγάλη χώρα πέραν του ατλαντικού, υποδουλώνοντας όλα τα κέντρα πληροφόρησης και γνώσης.

Νοίκιασε ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο που παλιότερα φιλοξενούσε θέατρο σκαιών, παίζοντας τις περιπέτειες του Καραγκιόζη και κανείς δε φανταζότανε αυτό που είδαμε μετά από τρεις μήνες, κοιτώντας την κιβωτό του, άλλοι περίλυπα κι άλλοι με συγκατάβαση. Όπως κοιτάς πάντα όταν καταλαβαίνεις ότι κάποιος αρχίζει να χάνει τα λογικά του.

Η κιβωτός του ήταν σε σχήμα πλοιαρίου, μακρόστενη 4Χ8 και μπροστά στο πέρασμα του δρόμου και πάνω στο πεζοδρόμιο ο Θεόφιλος τοποθέτησε δυο σταντ, όπως αυτά που έβαζαν παλιότερα στους κινηματογράφους, για να διαφημίσουν τις προσεχώς ταινίες. Και πάνω στην μαρκίζα τοποθέτησε μια τεράστια επιγραφή που έγραφε: «Κιβωτός της Γνώσης».

Από κείνη την ημέρα ο Θεόφιλος  ζούσε κάτω απ΄ τα περίεργα βλέμματα των περαστικών, στερεώνοντας τα  βιβλία, με τα έγχρωμα εξώφυλλά τους κάθε πρωί, με διαφορετικούς τίτλους κάθε φορά, πάνω στα  τρίγωνα σταντ, για να προσελκύσει τους αναγνώστες του, πιστεύοντας ότι θα ΄χουν την ίδια  περιέργεια που είχαν οι θεατές τότε, για τις πρώτες έγχρωμες κινηματογραφικές ταινίες.

Γνώριζα την αγάπη του Θεόφιλου για τα βιβλία, αλλά ομολογώ ότι αυτό δεν το περίμενα. Με είχε εκμυστηρευτεί από καιρό ότι τα πρώτα βιβλία τ΄ αγόρασε, επειδή τον συγκίνησαν τα έγχρωμα εξώφυλλά τους, για πρώτη φορά, στο ετήσιο πανηγύρι της μικρής μας πόλης, παίρνοντας απ΄ ένα βιβλίο κάθε βράδυ για να μη παρεξηγηθεί από την παρέα του, γιατί τα βιβλία, αυτό πρέπει να σας το ομολογήσω κι εγώ. Οι τέχνες γενικά, όπως του ηθοποιού, του ζωγράφου, της μουσικής, της ποίησης και του χορού ήταν μόνο για τους τρελαμένους στην μικρή μας πόλη.

Τότε, τη δεκαετία του ΄60 πάνω-κάτω, με τις έγχρωμες κινηματογραφικές ταινίες ήρθαν στην πόλη μας και τα βιβλία με τα σκληρά εξώφυλλα και τις έγχρωμες κουβερτούρες, με τις εντυπωσιακές εικόνες τους. Για πρώτη φορά στο ετήσιο πανηγύρι, μαζί με τις πρώτες κινητές εικόνες, που προβάλλονταν χειροκίνητα μ΄ ένα πρωτότυπο μηχάνημα, έγχρωμα τρισδιάστατα σλάιντς. Τον πρόδρομο του κινηματογράφου.

 Και πολλές άλλες τέχνες, όπως το θέατρο, η μουσική, το τραγούδι, είχαν πάντα την τιμητική τους στο ετήσιο λαϊκό πανηγύρι ή παζάρι, όπως το έλεγαν παλιότερα. Λίγες μέρες τρέλας, δοκιμάζοντας για λίγο πρωτόγνωρες εμπειρίες ήταν ανεκτή  απ΄ όλους. Το μετά ήταν απαγορευμένο, μέχρι ν΄ αρχίσουν να μπαίνουν τα είδη των απαγορευμένων τεχνών στις πρώτες αίθουσες της πόλης. Στο ετήσιο πανηγύρι γνωρίσαμε τα πρώτα τζουκ μποξ, χορεύοντας τουίστ και ροκ εντ ρολ, διανύοντας την εφηβεία μας.

Το ετήσιο πανηγύρι τα είχε όλα. Ένα τεράστιο φεστιβάλ, φιέστα, γιορτή. Ένας  λαϊκός πολιτιστικός θεσμός που τον ευτέλισαν δήμαρχοι και υπουργοί, τα «Ψυχοπαίδια των ξένων», όπως τους έλεγε ο φίλος μου, φέρνοντας την καταστροφή και τον καταναλωτικό κατακλυσμό που έπνιξε όλη τη χώρα αργότερα.

Αυτόν το λαϊκό θεσμό, που του άνοιξε ένα παράθυρο, για πρώτη φορά στη ζωή του,  και τον ταξίδεψε  σ΄ άλλους κόσμους, πέρα από τα στενά όρια της μικρής μας πόλης, ήθελε να τιμήσει ο φίλος μου με την «Κιβωτό της Γνώσης». Τότε άνοιξε και το δικό μου παράθυρο, ακολουθώντας τα μονοπάτια του Θεόφιλου.

Η πανηγυριώτικη εικόνα του ξύλινου πλοιαρίου της «Κιβωτού της Γνώσης»  ήταν ευτυχώς ο λόγος που έσωσε τον φίλο μου, απ΄ τα «καρφιά», τους ρουφιάνους της εποχής, και των αρχών της ξενοκίνητης δικτατορίας, εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, όπως τα ΄λεγε ο Θεόφιλος. Γιατί τ΄ όλο θέαμα τους φαινόταν κωμικό, γιατί τους παρέπεμπε, όπως και σε κάθε ανυποψίαστο περαστικό, στην εικόνα ενός βαριετέ ενός λαϊκού πανηγυριού.

Αλλά κι η επίσκεψη στα ενδότερα της κιβωτού, κάποιων πιο  διαβασμένων, από το χώρο της κρατικής παιδείας και της κρατικής θρησκείας, που είχαν υποταχθεί, υπηρετώντας κι υμνώντας τη δικτατορία, για να δουν τι «καπνό φουμάρει» ο Θεόφιλος, η θέα των κλασικών μυθιστορημάτων και των αντίστοιχων συγγραφέων δεν τους έδωσε καμιά υποψία ότι ο Τολστόι, ο Ουγκώ, ο Ντοστογιέφσκι και πολλοί άλλοι συγγραφείς ήταν ανατρεπτικοί κι επικίνδυνοι που θα μπορούσαν να κλονίσουν τη δικτατορία. 

Ο Θεόφιλος, είδε κι απόειδε για να δει το πρώτο του αναγνώστη να μπαίνει στην κιβωτό του. Οι πρώτοι που δρασκέλησαν το κατάστρωμά της ήταν δυο τρεις δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν έρθει από την πρωτεύουσα της χώρας,  κάποιοι λίγοι από το χώρο της εκπαίδευσης και οι περισσότεροι μαθητές Λυκείου. Νέοι, που ακόμη δεν είχαν χάσει τη νεανική τους τρέλα και δεν τους έχει απορροφήσει ο καθωσπρεπισμός  της  κοινωνίας και το δικό μου κατεστημένο, όπως το ΄λεγε ο φίλος μου.

Αλλά, όσοι πέρασαν εκείνο το πρώτο καιρό, το κατώφλι της «Κιβωτού της Γνώσης»` αυτό το ανέφερε με καμάρι ο Θεόφιλος, έγιναν μετά από λίγα χρόνια καταξιωμένοι καλλιτέχνες και διάσημοι επιστήμονες της χώρας.

Ο Θεόφιλος δεν απογοητεύτηκε απ΄ τη μικρή ανταπόκριση των αναγνωστών και σύντομα άνοιξε πανιά για νέες θάλασσες. Εκεί που ένιωσε κι εκείνος, για πρώτη φορά, τη χαρά της πρώτης ανάγνωσης ενός βιβλίου.

 Έζεψε το ξύλινο πλοιάριο της «Κιβωτού της Γνώσης», μετά από λίγο καιρό, σ΄ ένα μικρό φορτηγάκι κι άρχισε να περιφέρεται  από πανηγύρι σε πανηγύρι, λέγοντάς μου, μετά τις πρώτες περιπλανήσεις του, ότι εκεί ανακάλυψε τους αναγνώστες που είχαν  πραγματική δίψα για μάθηση και γνώση.

Χρόνος έμπαινε, χρόνος έφευγε, κι ο φίλος μου αλώνιζε όλη τη χώρα, από πανηγύρι σε πανηγύρι, αποκτώντας από τους αναγνώστες και τους πανηγυριώτες τον επίτιμο και ανεπίσημο τίτλο του “δασκάλου”, κι έτσι τον προσφωνούσαν για πολλά χρόνια. Γιατί ο Θεόφιλος διάβαζε τα βιβλία του και πλούτιζε τις γνώσεις του συνεχώς. Γνώριζε το περιεχόμενο των βιβλίων του και πάντα ήξερε τι να προτείνει στους αναγνώστες, δίνοντάς τους τα αντίστοιχα βιβλία.

Κι εμφάνισή του σε κάθε πανηγύρι, δημιουργούσε έντονες φιλολογικές, κοινωνιολογικές, επιστημονικές και ιδεολογικές συζητήσεις και στις λίγες μέρες του πανηγυριού, η «Κιβωτός της Γνώσης» μετατρέπονταν σε πανεπιστημιακό αμφιθέατρο και βήμα ανταλλαγής ιδεών, προβληματισμών και συζητήσεων για όλα τα θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο. 

Μετά από επτά χρόνια πολιτικής ανελευθερίας και πνευματικού σκοταδισμού, έπεσε η ξενόφερτη δικτατορία. Όχι από την «Κιβωτό της Γνώσης» του Θεόφιλου, αλλά απ΄ τα ανομήματα, με στρατιωτικά πηλήκια εκτελεστών της, που βιαιοπράγησαν πάνω στο σώμα, στο πνεύμα και στην ψυχή του λαού αυτής της χώρας. Ο φίλος μου δικαιώθηκε σ΄ όλα, αντίθετα μ΄ εμένα που ντρεπόμουν για τη στάση μου και τις απόψεις εκείνον τον καιρό.

Ήρθε η δημοκρατία κι η ελευθερία, με πανηγύρια και χαρές, αλλ΄ αυτά τα δυο μεγάλα αγαθά του ανθρώπου θέλουν και αρετή και τόλμη συνάμα. Γιατί χωρίς αυτές τις δυο αρετές οι χώρες κι οι κοινωνίες ξαναπέφτουν σε κάθε είδους διχασμούς, δικτατορίες και πολέμους, λόγια του Θεόφιλου κι αυτά. Και αυτό δεν άργησε να έρθει. Ευτελίζοντας οι εκπρόσωποί τους, χρόνο με το χρόνο, όλα τα διακηρυγμένα ιδεώδη τους, όλους τους πολιτειακούς και κοινωνικούς θεσμούς κι όλα τα είδη των τεχνών.

Ο Θεόφιλος παρασύρθηκε κι εκείνος για λίγο, από τους πανηγυρισμούς των ημερών, αλλά σύντομα μου χάλασε και τη δική μου χαρά και την αισιοδοξία, με όσα παράξενα άρχισε πάλι να μου λέει. Πώς τάχα ήταν όλα δρομολογημένα μετά τη πτώση της δικτατορίας, από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Για να ξαποστάσουμε λίγο, λέγοντάς με χαρακτηριστικά: «ανατέλλει μια  νέα εποχή κι όπως θα δεις, δεν είμαστε καθόλου έτοιμοι να την υποδεχθούμε, αλλ΄ αντίθετα είμαστε έτοιμοι να καταποντιστούμε». Αυτά ήταν τα λόγια του.

Η «Κιβωτός της Γνώσης» θα καταποντιστεί, μου είπε την επόμενη μέρα, γιατί είναι πολύ μικρή για τα κύματα που θα ΄ρθουν σύντομα και θα ΄ναι πολύ μεγάλα. Δυστυχώς ο Θεόφιλος είχε και πάλι δίκιο, γιατί  τα κύματα που σηκώθηκαν μετά από λίγα χρόνια, ήταν τόσο τεράστια που έπνιξαν τη χώρα μέσα στα χρέη κι ο λαός υποθήκευσε και πάλι όλα τα  δικαιώματα, υπάρχοντα και αγαθά του.

Η μη ελεγχόμενη παραγωγή κι η κατανάλωση θριάμβευσε τις επόμενες  δύο δεκαετίες, έναντι της ελεγχόμενης παραγωγής και κατανάλωσης. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της ελεγχόμενης παραγωγής και κατανάλωσης, νικητές του 2ου παγκόσμιου πολέμου, του «ανατολικού μπλοκ», όπως τις είχαν ονομάσει, χρεοκόπησαν παταγωδώς, σπέρνοντας απογοήτευση στα εκατομμύρια των οπαδών και φίλων.

Αλλά κι οι χώρες της απρογραμμάτιστης παραγωγής και κατανάλωσης, του «δυτικού κόσμου», οι επονομαζόμενες, χωρίς κανένα δημοκρατικό οικονομικό έλεγχο, οδηγήθηκαν στο ίδιο αποτέλεσμα.  Χρεοκόπησαν κ΄ εκείνες, παρασύροντας και την χώρα του «ανήκομε εις την Δύση», που κατανάλωνε πάντοτε πολύ περισσότερα απ΄ ό, τι παρήγαγε, σε πλήρη χρεοκοπία.

Η απογοήτευση των λαών απέναντι στα κοινωνικά, πολιτικά κι οικονομικά  συστήματα, μετά τη χρεοκοπία των νικητών του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, διοχετεύτηκε στο κέρδος για το κέρδος, στην κατανάλωση για την κατανάλωση και στον ευτελισμό των πάντων.

 Η διαφθορά σ΄όλα τα κλιμάκια του κοινωνικού, πολιτικού, επιστημονικού, ακαδημαϊκού και οικονομικού βίου ήταν πάντα  πρωτοσέλιδα των μέσων ενημέρωσης που κ΄ εκείνα ακολούθησαν τον κατήφορο του ευτελισμού των ημερών.

Ο Θεόφιλος συνέχισε τα ταξίδια του, περνώντας  από τη χώρα των Κικόνων,  των Λωτοφάγων, τους Κύκλωπες, το νησί του Αιόλου, κι ύστερα ένας δυνατός άνεμος τον έσπρωξε στο νησί της Κίρκης, το καιρό της ανόδου των χρηματιστηριακών συναλλαγών και των μεγάλων τίτλων. Μετά έφτασε στους Λαιστρυγόνες, που άρπαζαν ότι ήθελαν με τα αιχμηρά επιτόκια δανεισμού τους.

Ύστερα πέρασε απ΄ το νησί των Σειρήνων, ακούγοντας τα θριαμβευτικά εμβατήρια της φιλελεύθερης οικονομίας, χωρίς κανένα όριο κι έλεγχο, σιωπώντας κ΄εκείνα ύστερα από λίγα χρόνια. Όταν έφτασε στο στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης, με τα κεφάλια του φοβερού τέρατος που γέννησε η εποχή της αλόγιστης κατανάλωσης και ανάπτυξης, κατέληξε με ούριο άνεμο στο νησί του Ήλιου.

 Αλλά οι προειδοποιήσεις για την κλιματική αλλαγή που έρχεται και θα σαρώσει τα πάντα ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω για τους θιασώτες της ανάπτυξης που δεν προσμετρούσαν ακόμη το κόστος της ρύπανσης που κατέστρεφε κάθε μέρα τον πλανήτη.

 Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που ακολούθησαν σ΄ όλες τις θάλασσες, έσπρωξαν την «Κιβωτό της Γνωσης», στο νησί της Καλυψώς, χάνοντας τον προσανατολισμό του από μια τρικυμία που ενέσκηψε στην ψυχή του, πηγαίνοντάς τον τα κύματα της στο νησί των Φαιάκων.

 Εκεί περιμάζεψε ό,τι του έχει απομείνει από την «Κιβωτό της Γνώσης», που είχε γίνει αγνώριστη, κτυπημένη απ΄ τα απανωτά κύματα, και εκεί συνάντησε τη Ναυσικά, αλλά κατέφυγε πάλι στη θεά που της είχε χαρίσει το ρολόι του, στο αγαπημένο της περιβόλι της και με τη βοήθεια της έφτασε στην Ιθάκη.

Ο Θεόφιλος, αντίθετος πάντα με τη μόδα της κάθε εποχής, φθάνοντας στο τέλος του ταξιδιού του, όλα είχαν αλλάξει. Ακόμη και οι χώροι των πανηγυριών και τα εκθέματα τους. Κι εκεί, όλα είχαν γίνει πλαστικά. Κάθε πανηγύρι δεν ήταν τίποτα άλλο, απ΄ ένα μεγάλο Σούπερ Μάρκετ. Τοποθετημένα τα ίδια εκθέματα σε δυο τρεις μεριές για να σκοντάφτει πάνω τους κάθε ανυποψίαστος καταναλωτής.

Τα βιβλία, κι αυτά έγιναν πλαστικά. Κανείς δε διάβαζε πια κλασικά αριστουργήματα που είχαν αντέξει στο χρόνο και στη λήθη. Στα ράφια πρόβαλαν τα φαστ φουντ βιβλία, τα εφήμερα, με γυαλιστερή πλαστικοποίηση και σχήμα τσέπης. Τα βιβλία της μέρας, της  εβδομάδας και του μήνα. Ένα αποχαυνωτικό ναρκωτικό  καταστολής, για πάσα εξέγερση και διαμαρτυρία.

 Η εποχή του πλαστικού κι ο ευτελισμός των πάντων έφερε τις πρώτες μάσκες. Μάσκες, που εξέπεμπαν, την οικονομική και κοινωνική θέση του καθενός. Μάσκες που τόνιζαν το βαρύγδουπο ύφος κάποιου επίτιμου τίτλου,  το ευγενές επάγγελμα των τεχνών, των διανοουμένων των ΜΜΕ, τον υποκριτικό ευσεβισμό των μεγάλων σταυρών, την αλαζονεία των κρατούντων, την επιδεικτική φιλανθρωπία των πλουσίων, τη σοβαροφάνεια των ακαδημαϊκών.

 Μάσκες, μ΄ εκείνο το ύφος που έλεγε: «κοιτάξτε ποιος είμαι εγώ». Διανθισμένο το υπόλοιπο σώμα, με το ανάλογο μοντελάκι και τη φίρμα των υπόλοιπων εξεζητημένων αξεσουάρ που είχε αγοράσει από το εξωτερικό και το μοναδικό κομμάτι του φιρμάτου οίκου μόδας και της ενασχόλησής του με κάποια “υψηλή” τέχνη

Μάσκες, με το  πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, του καθεστωτικού επαναστάτη, του ρομαντικού αριστερού με τσέπες δεξιές, του δημοκόπου δημοκράτη που μετατρέπονταν σε αριβίστα ολκής, μόλις έπαιρνε την εξουσία. Του υποκριτικού φίλου με το φιλί του Ιούδα και της αντιπαροχής. Μάσκες, μάσκες, κρύβοντας οι περισσότεροι τον πραγματικό  εαυτό τους και τις πραγματικές προθέσεις τους, δείχνοντας κάτι άλλο απ΄ εκείνο που στην πραγματικότητα ήταν.

Από τότε, τον «κανονικό καιρό», όπως τον είχαν βαφτίσει οι ειδήμονες πολιτικοί, είχαν αρχίσει να φορούν μάσκες οι περισσότεροι. Από δική τους επιλογή. Όχι από υποχρέωση όπως τώρα. Μάσκες που ταίριαζαν σε κάθε περίσταση.

Γι αυτό το λόγο ο Θεόφιλος, μετά την υποχρεωτική χρήση της μάσκας, ένιωθε πανευτυχής, γιατί έπαψε να βλέπει τις πρότερες υποκριτικές μάσκες τους, επιδεικνύοντας κούφια μεγαλεία και ψεύτικα χαμόγελα, επικοινωνώντας μεταξύ τους μ΄ όλα τα κατά συνθήκη  ψεύδη.

Τώρα κυκλοφορούσαν όλοι  μ΄ άσπρες και μαύρες μάσκες, ανώνυμοι, σα να φορούσαν όλοι τα ίδια ρούχα. Όπως σε οποιοδήποτε αυστηρό καθεστώς ή αυστηρό σκολιό, με κολάρο και ποδιά. Με τη νέα υποχρεωτική μάσκα όλοι έγιναν κοινωνικά και οικονομικά ίσοι. Όχι όμως όλοι. Μόνο άνθρωποι της μεσαίας τάξης, γιατί της ανώτερης οικονομικά δεν είχε αλλάξει τίποτα.

Ο Κορονοϊός, στη μικρομεσαία μεγάλη τάξη επέβαλε με τη βία την ομοιομορφία ενός ορθόδοξου σοσιαλισμού στους δημόσιους χώρους. Τέλος το ποιος είσαι εσύ, και το ποιος είμαι εγώ. Τέρμα η κοινωνική ανισότητα για τους πολλούς.

 Αυτό που δεν πέτυχε μια επαναστατική εξέγερση σ΄αυτή τη χώρα, πριν από 200 χρόνια, εγκαταλείποντας χρόνο με το χρόνο την παραδοσιακή ποικιλομορφία μιας υψηλής αισθητικής αντίληψης κι ομορφιάς σε πολλές πτυχές της κοινωνική ζωής και όχι μόνο, το πέτυχε ένα ιός, μέσα σε λίγους μήνες, επιβάλλοντας την ομοιομορφία της μάζας.

Η επιδημία του Κορονοϊού έβαλε τέλος σ΄όλες τις κατά συνθήκη τελετές, που τις περισσότερες φορές δημιουργούσαν μόνο νταβαντούρι, χωρίς κανένα νόημα. Παντρεύομαι, έλεγε ο άλλος, και το διατυμπάνιζε με όλα του τα μέσα, κι όταν χώριζε, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Εντελώς αθόρυβα, και χωρίς να επιστρέφει τουλάχιστον στους δικαιούχους τα δώρα του γάμου πίσω.

Γιατί κύριε ; Ο χωρισμός και το διαζύγιο δεν είναι χαρμόσυνο γεγονός ; Απελευθερώθηκες! Κι από τη χαρά σου δεν πρέπει να επιστρέψεις τώρα τα γαμήλια δώρα ; Μυστήριο λένε ο γάμος. Ποιο μυστήριο ; Εμπόριο είναι γάμος, επιχείρηση είναι ο γάμος κι αν τα οικονομικά τους δεν πάνε καλά το διαλύουμε το μαγαζί στο πι και φι.

Ο Θεόφιλος, με το κορονοϊό γλύτωσε απ΄όλες τις τελετές, κηδειών, γάμων, βαπτίσεων, εγκαινίων, μνημόσυνων, φιλολογικών συζητήσεων  κι ένα σωρό άλλων υποχρεωτικών τελετουργικών εκδηλώσεων. Τώρα γίνονται όλα με συνοπτικές διαδικασίες. Αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες.

Γλύτωσε κι από τον συνωστισμό στα μέσα συγκοινωνίας, και το άσκοπο πήγαινε έλα. Την ασχήμια της πόλης, που χτίστηκε χωρίς κανόνες και πολεοδομική συγκρότηση. Με μια αναρχία που συνοδεύει κάθε ανύποπτο περιπατητή σε κατεστραμμένους δρόμους και πεζοδρόμια παγίδες, που χαράχτηκαν χωρίς κανένα σεβασμό, με κανόνες  οικιστικής  και κυκλοφοριακής αγωγής.

 Να λοιπόν!  Γιατί δυσανασχετούν τώρα οι περισσότεροι, για  τη χρήση της υποχρεωτικής μάσκας του ανώνυμου, γιατί ένα απλό άσπρο πανί τα έχει εξαφανίσει όλα. Εξαφάνισε όλα τα εγώ τους.

Και ποιοι είναι οι δυσαρεστημένοι ; Αυτοί που πετούσαν τα σκουπίδια σε διαφορετικό κάδο. Που τα πετούσαν έξω απ΄ τον κάδο. Αυτοί που κτίσανε παράνομα και μπαζώσανε όλα τα ποτάμια, τις παραλίες και τους λόφους. Που λειτουργούν τις επιχειρήσεις τους χωρίς τα απαιτούμενα περιβαλλοντολογικά μέτρα και όχι μόνο. Οι εγωπαθείς παντός καιρού.

΄Ολοι αυτοί που δεν μίλησαν ποτέ, για τον κατά εξακολούθηση βιασμό χώρας. Όλοι αυτοί που δε διαμαρτυρήθηκαν ποτέ για την κατά εξακολούθηση ληστεία του κινητού και ακίνητου πλούτου της. Δεν αντιστάθηκαν ποτέ στις σειρήνες των δημοκόπων πολιτικών, που τους τάζανε λαγούς με πετραχήλια.

Διαμαρτύρονται λένε, γιατί θέλουν τη βόλτα τους στο κέντρο της πόλης, ο ένας πάνω στον άλλο. Γιατί θέλουν να πιούνε το καφέ τους στο Κολωνάκι. Όλοι αυτοί που δεν είδαν και δε βλέπουν το πόλεμο που μαίνεται γύρω τους. Έχουν χώσει τη μηταρόνα τους, μεγαλωμένη κάθε μέρα από την ψεύτικη εικονική πραγματικότητα των τηλεοπτικών καναλιών, μέσα στην άμμο, και δεν είδαν και δε βλέπουν τα θύματα του πολέμου που επιπλέουν στις φουρτουνιασμένες θάλασσες και κάτω από τα συντρίμμια των πολυκατοικιών των πόλεων.

«Δε βλέπουν που η χώρα γέμισε από μνηστήρες που σπατάλησαν και σπαταλούν ό,τι είχε κι απόμεινε ακόμη. Δεν βλέπουν τους μνηστήρες που έκλεψαν και κλέβουν, αδίκησαν, αδικούν και καραδοκούν να πάρουν την απόλυτη εξουσία πάλι στα χέρια τους».

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια πριν φύγει και πάλι ο φίλος μου

…………………………………………………………….

Τώρα κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται ο Θεόφιλος, ούτε κι εγώ. Φήμες λένε, ότι κυκλοφορεί ανάμεσά μας, φορώντας μια μάσκα. Άλλες φήμες λένε, ότι φτιάχνει μια νέα Κιβωτό και ότι τάχα είναι πολύ μεγαλύτερη απ΄ τη πρώτη, από την «Κιβωτό της Γνώσης».

Φτάνει σε μήκος τα 6 στρέμματα, κι ότι πάνω της έχει φυτέψει κάθε είδους λαχανικά, βότανα και καρποφόρα δέντρα, κι ότι τον τελευταίο καιρό εκτρέφει οικόσιτα ζώα και πτηνά.

Φήμες, που δε θέλω να πιστέψω, γιατί προμηνύουν πάλι μια νέα εποχή που έρχεται ή έναν μεγαλύτερο κατακλυσμό, και ξέρω ότι ο φίλος μου, όταν βλέπει τα σημάδια τους, προετοιμάζεται πάντοτε και για τα δυο.

Είμαι σίγουρος ότι θα επιστρέψει πάλι, σε τρεις μέρες, σε τρεις μήνες, σε τρία χρόνια…

Σε περιμένω, Θεόφιλέ μου, μαζί με το θυμίαμα σου, όποιο και να ΄ναι…

Μου λείπεις…

Βασιλείου Πάνου