Home » Βιβλιοθήκη » ΔΥΟ Πασχαλιές ΜΑΖΙ
ΔΥΟ ΠΑΣΧΑΛΙΕΣ ΜΑΖΙ

ΔΥΟ Πασχαλιές ΜΑΖΙ

«Τὸ ποθούμενον θὰ ἔρθη ὅταν θαρθοῦν δυὸ Πασχαλιὲς μαζί»

Ο ΘοδωρήςΚαραβασίλης καταγόταν από μεγάλη γενιά ιερωμένων και μεγάλο σόι. Ο παππούς του, ο παππάς-Θύμιος το 1941-44 ήταν με τους αντάρτες και ένας προπάππος του, παπάς και εκείνος το 1821 πάνω από τα ράσα του ζώστηκε τα άρματα. Ο παπά-Θόδωρος γνωστός σε όλα τα χωριά που τα περνούσε ο Άσπρος. Το όνομά του το γράφανε και τα βιβλία και σώζονται το καριοφίλι και η σπάθα του, κρεμασμένες ως τα σήμερα κάτω στο μουσείο της μεγάλης πόλης.

20 χρόνια έζησε κοντά με τον πατέρα του πάνω στην Αχλαδιά. Τον Δημητρό Καραβασίλη με 10 στρέμματα αχλαδιές και καφενείο στην πλατεία του χωριού. Αλλά μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές, μετά την εκκλησιά γέμιζε από κόσμο, κι όλη η οικογένεια στο πόδι. Βοήθαγε και ο Θοδωρής, καθισμένος στο ταμείο. Τις άλλες μέρες: «τρεις και ο κούκος» κι όταν γυρνούσε από το σκολειό, τρεις ώρες δρόμο από το διπλανό χωριό, ο   παππούς του που ήθελε να τον δει μια μέρα να φοράει τα παπικά του, του διάβαζε ιστορίες από τις Γραφές. Απολυτίκια, ψαλτικά και προφητείες του πάτερ-Κοσμά του Αιτωλού που ήταν και κοντοχωριανός τους.

Αλλά ο Θοδωρής προτίμησε τα εμπόρια κι άλλα σχετικά και έγινε έμπορος ειδών προικός και ετοίμων ενδυμάτων που είχε πέραση εκείνο τον καιρό με πελατεία πολύ μεγάλη. Όταν γύρισε, δυο χρόνια στρατιώτης απ΄το στρατό, έφυγε από το χωριό και κατέβηκε στη μεγάλη πόλη. Δεν άντεχε άλλο. Το χωριό είχε ερημώσει. Φεύγανε όλοι κάτω στον κάμπο σε πολιτείες με πολλές δουλειές και πιο εύκολη ζωή.

Δούλεψε δέκα χρόνια υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα και σαν έμαθε τα μυστικά της τέχνης να εμπορεύεται, άνοιξε δικό του μαγαζί: «ΝΕΟΤΕΡΙΣΜΟΙ Θόδωρος Καραβασίλης ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΟΣ», έγραφε η επιγραφή που τη κρατούσε ακόμη πριν κάνει την μοντέρνα με ξένη φίρμα: ΕΛΕΓΚΑΝ. Σε λίγα χρόνια έφτιασε σερμαγιά μεγάλη και κάθε καλοκαίρι ανέβαινε να ξεκαλοκαιριάσει λίγες μέρες και μήνα καμιά φορά πάνω στο χωριό του.

Το πατρικό σπίτι των γονιών του, μέχρι τα χρόνια τα δικά του κράταγε γερά ακόμη. Πέτρινο δίπατο στο έμπα του χωριού, με τα τρία μπουχαριά, σαν τρίκρανο καράβ αγνάντευε τον μεγάλο κάμπο με τη μεγάλη πόλη. Μεγάλο σπίτι. Τρεις φαμελιές χωρούσε με όλα τα απαραίτητα, με την Ελένη και την κόρη στο κατώι και οι δυο του γιοι του στο ανώγι.

Φέτος που ο γιος του ο μεγαλύτερος πήρε το τιμόνι της επιχείρησής του ανέβηκε πιο νωρίς. Τον γέλασε και ο καιρός που όλον τον Γενάρη και τον Μάρτη μήνα δεν είχε βρέξει ούτε σταγόνα. Οι αχλαδιές τους φέτος από την πρώτη του μηνός είχαν πετάξει στα κλαδιά τους τα πρώτα άνθη.

Περνούσε τις μέρες του, ξεχορταριάζοντας τον κήπο, επισκευάζοντας ό,τι είχε χαλάσει ο χειμώνας κι άλλες ετοιμασίες για τη Πασχαλιά που θα ερχόταν φέτος κι εκείνη πιο νωρίς από τα πέρσι. Την Κυριακή των Βαΐων περίμενε τα εγγονάκια του και την μονάκριβή του κόρη και οι δυο γιοι του θα ερχόταν ανήμερα της Μεγάλης Πέμπτης.

Μα στα μισά του Μάρτη ήρθε το ανεπάντεχο κακό. Μαζί του χάλασε και ο καιρός, έριξε χιόνι` σημάδι δολερό. Πέσανε τα άσπρα άνθη πριν κάνουνε καρπό και άσπρισε ο τόπος. Κακό απρόβλεπτο, ποτέ δεν είχε ξαναρθεί` δε το χωρούσε ο νους του. Θανατικό απ΄ένα χτικιό που χτύπησε όλο τον κόσμο.

Ο καιρός περνούσε με κουβέντες, χωρατά με τον Σταμούλη και ετοιμασίες για το Πάσχα, περιμένοντας να ανεβούν κι οι άλλοι χωριανοί και ο παπά-Δημήτρης από το κοντινό χωριό να λειτουργήσει τα Πάθη του Κυρίου και να γιορτάσουν όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Και του Αι Γιώργη που πανηγύριζε το χωριό τους.

Και εκεί που το μυαλό του άρχισε να ησυχάζει ήρθε το δεύτερο κακό ακόμη πιο μεγάλο` δεύτερο μήνυμα πιο δολερό και από το χιόνι. Βγήκε διαταγή να κλειστούν όλοι στα σπίτια τους και οι Εκκλησιές κλειστές για όλους τους πιστούς για να προφυλαχθούν από το χτικιό.

Όλα υποφέρονται κι όλα περνούν στον κόσμο αν όμως κόψουν τη λειτουργιά της εκκλησιάς και τη γιορτή του Πάσχα, σε ανθρώπους σαν τον  Θοδωρή που είχε παππού ιερέα και ήταν πιστός στα έργα και στα λόγια, αυτό δεν ξεπερνιέται εύκολα. Τέτοιο κακό δεν είχε ματαγίνει από όσα θυμόταν ο Θοδωρής στα χρόνια τα δικά του, ούτε και στου παππού τα χρόνια.

-Ούτε μέσα στην τουρκιά δεν σταμάτησε η Πασχαλιά να εορτάζεται, με όλα τα καθιερωμένα. Ακούς Σταμούλη!

Ανταμώνανε κάθε πρωί με τον Σταμούλη κοντά στο φράκτη, εξετάζοντας τα τρέχοντα. Γείτονάς του, φίλοι και συμμαθητές απ΄τα μικρά τους. Μα του Σταμούλη ο παππούς του διάβαζε άλλο ευαγγέλιο. Σύντροφος του καπετάν Αρκούδα, αντάρτη στα χρόνια της μεγάλης πείνας και της Κατοχής.

-Θοδωρή, εδώ ο κόσμος καίγεται και εσύ χτενίζεσαι ακόμη.

-Έβγαλαν διαταγή οι προκαθήμενοι να κλείσουν όλες οι εκκλησιές για τους πιστούς, είπε πάλι.

-Δεν το χωρούν τα αυτιά μου, πώς βρέθηκε παπάς, διάκος και δεσπότης να βγάλει τέτοια διαταγή που ούτε η τουρκιά δεν τόλμησε να κάνει.

-Θοδωρή, σύνελθε, εδώ καράβια καίγονται και εσύ βαρκούλες ακόμη αρμενίζεις.

Ο Θοδωρής ήτανε θρήσκος. Πάνω στον μήνα πήγαινε μια φορά στην Εκκλησιά, αλλά θρησκόληπτος ποτέ. Ούτε παραδιαβασμένος και φανατικός στους τύπους. Ο παππούς του, 60 χρόνια ιερέας, του διάβαζε πολλές φορές και εκείνος αλλιώς το ευαγγέλιο και ερχόταν συχνά σε αντίρρηση με των πολιτευτών και δεσποτών τα λόγια.

Τράβαγε δικό του δρόμο πολλές φορές. Τα χρόνια της Αντίστασης και της Κατοχής έδινε βοήθεια και φύλαξη σε όλους τους αντάρτες, σε όποια μερίδα κι αν ανήκαν. Δεν έκανε ξεχωρισμό κανένα. Μια φορά φίλεψε τον καπετάν Αρκούδα κι από τότε κάποιοι μεγαλόσχημοι δεν του μιλούν ακόμη.

Δεν καταλάβαινε τούτη τη διαταγή να μη κάνει Πασχαλιά στην Εκκλησιά. Χωρίς συνάθροιση πιστών δεν υπάρχει λειτουργιά της Πασχαλιάς. Μα δεν το ξέρουν αυτό οι δεσποτάδες, ότι Εκκλησιά θα πει συνάθροιση;

-Πώς δώσανε τέτοια διαταγή ; έλεγε και ξανάλεγε.

-Για να μη πειράξουμε τον Θεό. Το λέει και η Γραφή: “πέσε κάτω από τη στέγη του Ναού, γιατί είναι γραμμένο ότι δε θα πάθεις τίποτε”.

-Χωρίς Πάσχα και μεταλαβιά;

-Θοδωρή ησύχασε, το κάνουνε για να προφυλαχθούμε!

-Πάσχα, χωρίς να ψάλουμε τα Δώδεκα Ευαγγέλια;

«Τὸ ποθούμενον θὰ ἔρθη ὅταν θαρθοῦν δυὸ Πασχαλιὲς μαζί».

Τα λόγια του πατερ-Κοσμά ήρθαν στο νου του εψές πάλι. Τα είχε μάθει απέξω κι ανακατωτά απ΄τον παπά-Θύμιο. Φέτος θα είχανε δυο πασχαλιές. Το άκουσε από τον προκαθήμενο και άλλους ιερωμένους. Μια Πασχαλιά χωρίς πιστούς στις εκκλησιές και μια τον Μάη με πιστούς αν έχει φύγει το χτικιό.

Καθάρισε το εικονοστάσι με την παλιά εικόνα του Άη Γιώργη από τα 1746, μανταλωμένη με του Αι Δημήτρη που την έδωσε στον άλλον γιο του, τον Χαραλάμπη που είχε εστιατόριο σε ξένη χώρα, αλλά φέτος κλείστηκε και εκείνος και δε θα ερχόταν ούτε Ανάσταση ούτε Λαμπρή να κάνει.

Όλα τα σκεύη τα παλιά στο πατρικό του ήταν στη θέση τους. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τα κιλίμια, τα υφαντά, τα χαλκώματα, κι άλλα εκκλησιαστικά, μέχρι και η ξύλινη σκάφη της γιαγιά του που ζύμωνε ψωμί ήταν στη θέση της. Κατέβασε το χάλκινο καντήλι με το γαλαζωπό λαμπόγυαλο που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι κι άλλαξε το φυτίλι.

Θα γιόρταζε το Πάσχα κι όλη τη Εβδομάδα των Παθών χωρίς παπά και διάκο αν δε ερχόταν ο παπα-Δημήτρης. Το πήρε απόφαση, με τον Χαραλάμπη να αντιψέλνει τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ο Αναστάσης κι ο  Βαγγέλης θα στόλιζαν τον επιτάφιο. Ο κυρ-Στέφανος που ήταν σωματώδης θα κτυπούσε την καμπάνα πριν ψάλει «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» . Χάρηκε και ο Σταμούλης, όταν του είπε ότι θα κάνουν λειτουργιά χωρίς παπά. Εκείνος θα ετοίμαζε τα αρνιά. Λαμπάδες άσπρες βρήκε μισοσπασμένες απ΄τα πέρσι και τις δυο μεγάλες θα τις έβαζε δεξιά κι αριστερά από τη Ωραία Πύλη του ιερού, αλειτούργητοι δε θα έμειναν με τίποτα.

Όλα τα γράμματα τα ήξερε απ᾽ έξω, μόνο το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε», δεν ήξερε πώς να το κάνει καθότι Μυστήριο. Όμως θα φόραγε την πρόχειρη ιερατική στολή του παπα-Θύμιου που ήταν διπλωμένη στο σεντούκι να πει το «Δεύτε λάβετε φως» και θα έψελνε και «Την Ανάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ». Πρόσφορα θα έφτιαχνε η κυρά- Μαριγώ που συντρόφευε το κυρ- Στέφανο. Είχε και ξύλινο σταυρό και με αυτό θα σταύρωνε τρεις φορὲς τ᾽ αλεύρι πριν ζυμώσει τις κουλούρες. Στη  χαλκωματένια χύτρα της θα έβαφε τα κόκκινα αυγά να τα τσουγκρίσουν στην Ανάσταση, με το «Χριστός Ανέστη».

Όλα θα τα έκανε με τη σειρά τους, όπως τα θυμόταν και οι τουφεκιές δεν θα έλειπαν την ώρα εκείνη, απ΄τον Τρύφωνα που πάντα σε κάθε Ανάσταση κρόταγε με τουφεκιές απανωτές. Κι ένα τραπέζι με τα αρνιά ψημένα όλοι μαζί. Στου πατρός τον καφενέ που είχε αποδημήσει και ήταν κλεισμένος.

Τον ανησυχούσε μόνο το  «ποθούμενο» αν θάταν του διάβολου κάποιο πονήρεμα που όλα τα ανακατώνει και μπερδεύει τους ανθρώπους, όταν καταπιάνονται με των προφητών τα λόγια να δώσουν μια εξήγηση. Και αντί για καλό να ερχόταν μεγαλύτερο κακό, όπως δείχνανε τα σημάδια με το χιόνι και τις εκκλησιές κλειστές ή ήταν το «ποθούμενο» που περίμεναν αιώνες τώρα οι αλύτρωτες πατρίδες του.

Διπλή γιορτή της Πασχαλιάς κοντά και ο Μάης…

Ο Βασίλης Πάνος: Γεννήθηκε στα Τρίκαλα, συνεργάστηκε με περιοδικά  και εφημερίδες. Από το 2004 ήταν υπεύθυνος της Ε.Π.Π(Εταιρία Πολιτιστικής Παρέμβασης) και εκδότης του περιοδικού σάτιρας και πολιτιστικού προβληματισμού «Αγαπώ την Πόλιν». Από τις εκδόσεις “Αγαπώ την Πόλιν” κυκλοφόρησαν : «23 Αυγούστου 1881 Τρίκαλα – Η Αναχώρηση των Οθωμανών».(2005) «Η Απελευθέρωση της Θεσσαλίας- Μύθος η Πραγματικότητα 2005). «Η Πόλη του θεού -13ος θεός» (2006).«Ο Ασκληπιός – Ο Σωτήρας του κόσμου» 2007. “Από τον Σωτήρα Ασκληπιό στον άγιο Ασκληπιό”. 2008. “Το Ποτάμι της Οργής- Η πλημμύρα του Ληθαίου 1907”. 2009. “Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ-2 Φεβρουαρίου 1925”. 2011. «ΟΙ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ». 2014.«ΤΟ ΕΠΙΦΑΝΕΣΤΑΤΟ ΙΕΡΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΤΡΙΚΚΗΣ.» 2017.