Home » Βιβλιοθήκη » ΠΡΙΝ ΑΠΟ 200 ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΕΣ 1821-2021 6 (ΜΕΡΟΣ)

ΠΡΙΝ ΑΠΟ 200 ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΕΣ 1821-2021 6 (ΜΕΡΟΣ)

Η Πολιτική Ταυτότητα των Εξεγερμένων

Στις Παραδουνάβιες ή Παρίστριες ηγεμονίες το επαναστατικό κίνημα του Βλαδιμηρέσκου αντιμετώπισε τις πρώτες στρατιωτικές αντιδράσεις από την πλευρά των Βογιάρων (μεγαλοτσιφλικάδων) και των μεγάλων αυτοκρατορικών δυνάμεων που βλέποντας τις επιτυχίες στρατολόγησης και συγκρότησης των ανταρτικών δυνάμεών του στρατολόγησαν εναντίον του μισθοφορικά σώματα αρματολών που χρησιμοποιούσαν οι οθωμανικές αρχές για την ασφάλεια και την τάξη διαφόρων περιοχών κι αποστολών, χωρίς ωστόσο καμιά επιτυχία. Έφεραν μάλιστα αντίθετα αποτελέσματα, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το επαναστατικό κίνημα των εξεγερμένων παμβαλκανικών οπλαρχηγών και των δουλοπάροικων χωρικών.

Στις 10 Μαρτίου 1821, Παντούρηδες(χωρικοί) διέσχισαν τον ποταμό Olt στη Slatina.(κατά τα πρότυπα των στρατιωτικών δυνάμεων του Α. Υψηλάντη, που διέσχισαν τον Προύθο).Οι τέσσερις άνδρες που στέκονται στο μπροστινό μέρος της φορτηγίδας ήταν, από αριστερά: οι Dimitrie Macedonski , Tudor Vladimirescu , Mihai Cioranu και Hadži-Prodan . Λιθογραφία της Carol Isler.

Οι αντιδραστικές δυνάμεις των μεγαλοτσιφλικάδων της Βλαχίας επιχείρησαν και δεύτερη προσπάθεια υπονόμευσης του κινήματος του Βλαδιμηρέσκου, στρέφοντας στενούς συνεργάτες και προσφέροντάς τους χρήματα και υποσχέσεις διοικητικών θέσεων, αλλά κι αυτή η προσπάθεια ανακοπής του κινήματός του απέτυχε, δυναμώνοντας περεταίρω τον επαναστατικό στρατό του, οδεύοντας προς κατάληψη του Βουκουρεστίου, πρωτεύουσας της Βλαχίας.

Ο Βλαδιμηρέσκου, υποστηριζόμενος από τους εξεγερμένους χωρικούς και τους ρωμιούς οπλαρχηγούς Φαρμάκη και Ολύμπιο που βρισκόταν μαζί του επικρότησαν την επαναστατική αρχή, ότι ο επαναστατικός αγώνας είχε ανάγκη είσπραξης φόρων από τους αστούς εμπόρους και απ΄ τους επαγγελματίες των συναφιών και ιδιαίτερα της άρχουσας τάξης των Βογιάρων (κοτζαμπάσηδων και του αρχοντολογιού της Βλαχίας). Καθώς και την επαναστατική αρχή επίταξης προμηθειών, εξασφαλίζοντας έτσι τον επισιτισμό τους, επικοινωνώντας με τον Α. Υψηλάντη, αρχηγό της Φιλικής Εταιρίας που είχε περάσει τον Προύθο, διακηρύσσοντας ότι πίσω του ερχόταν προς βοήθεια των επαναστατικών δυνάμεών του μια Μεγάλη δύναμη, υπονοώντας τη Ρωσία.

Πορτραίτο του Αλέξανδρου Υψηλάντη με στολή ουσάρου, 1810.

Ο Α. Υψηλάντης μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας της Μολδαβίας προήλασε, κατευθυνόμενος προς τη Βλαχία και το Βουκουρέστι, συγκροτώντας και στρατολογώντας νέες στρατιωτικές δυνάμεις, διακηρύσσοντας συνεχώς ότι έρχεται ως απελευθερωτής με μια μεγάλη δύναμη (Ρωσία), και στρατιωτικές επιτυχίες επαναστατημένων περιοχών του ελλαδικού χώρου, του Ανατολικό Μετώπου. Όπως η κατάληψη εδαφών της Κωνσταντινούπολης και απελευθέρωση νησιών του Αιγαίου και περιοχών της Πελοποννήσου.

Κατά την πορεία του προς το Βουκουρέστι δημιούργησε ένα νέο στρατιωτικό σώμα, τον Ιερό Λόχο, με αρχηγό τον αδελφό του Νικόλαο Υψηλάντη, στρατολογώντας εθελοντικές δυνάμεις από ελληνόφωνους σπουδαστές των σχολών και των πανεπιστημίων κι από άλλους ρωμιούς και εντόπιους χριστιανούς.

Χάρτης πορείας του Βλαδιμηρέσκου και του Υψηλάντη προς το Βουκουρέστι.

Κατά την πορεία των δύο στρατευμάτων προς το Βουκουρέστι τα σχέδια των μεγάλων απολυταρχικών δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας άλλαξαν και πάλι. Η τσαρική Ρωσία, «σπρώχνοντας» κατά κάποιον τρόπο τον Α. Υψηλάντη, ενθαρρύνοντάς τον μέχρι να περάσει τα ρωσικά σύνορα, κατόπιν τον εγκατέλειψε να βγάλει μόνος του τα κάστανα απ΄ τη φωτιά.

Η Ρωσία βρισκόταν δέσμια των αποφάσεων του Συνεδρίου της Βιέννης(1815) και της επαναβεβαίωσης των αποφάσεων(επέμβασης των αυτοκρατορικών δυνάμεων σε κάθε επαναστατική ενέργεια) τον Ιανουάριο–Μάιο του 1821  στη Λουμπλιάνα. Ωστόσο,  ως αντιπερισπασμός απέναντι στα σχέδια των άλλων απολυταρχικών δυνάμεων,(ενθάρρυνσης εξεγέρσεων υπόδουλων λαών) της Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας το επαναστατικό εγχείρημα του Υψηλάντη βόλευε τα μακροπρόθεσμα σχέδια της τσαρικής Ρωσίας. Πετυχαίνοντας μέρος του σχεδίου της, αποκήρυξε στη συνέχεια κάθε στρατιωτική εμπλοκή της και υποβίβασε τον Υψηλάντη στο βαθμό του απλού στρατιώτη, απολύοντάς τον (14 Μαρτίου1821) από τις τάξεις του ρωσικού στρατού.

Το Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα) τον 18ο αιώνα, παρά τον ομώνυμο ποταμό.

Μετά από λίγες μέρες ακολούθησε ο αφορισμός του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο, καθώς και του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μηχαήλ Σούτσο, σύμμαχο του Υψηλάντη. Όπως έκανε πάντα το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σε κάθε επαναστατική ενέργεια εξέγερσης εναντίον του Σουλτάνου, μαζί με πολλούς άλλους περιφερειακούς επισκόπους.

Στις 15 Μαρτίου 1821 με δεύτερη επιστολή και υπογραφή του Ι. Καποδίστρια η τσαρική Ρωσία κάλεσε τον Α. Υψηλάντη να απολύσει όσους είχε υπό τις διαταγές του ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού, κάνοντας συγχρόνως δεκτό το αίτημα  της Οθωμανικής Πύλης εισόδου των  οθωμανικών στρατευμάτων στις δυο παραδουνάβιες ηγεμονίες(Μολδαβία-Βλαχία) για να καταστείλει τις επαναστατικές εξεγέρσεις του Υψηλάντη και του Βλαδιμηρέσκου, στέλνοντας τον Υψηλάντη, με αυτή τη απόφασή της, στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Η Τσαρική Ρωσία, με υπουργό τον Ι. Καποδίστρια κρέμασε κυριολεκτικά στα κάγκελα τον Α. Υψηλάντη.

Ο Α. Υψηλάντης  παρά την αποκήρυξη του επαναστατικού εγχειρήματός του, από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις, τη στρατιωτική απόλυσή του από την τσαρική Ρωσία και τον αφορισμό του από το πατριαρχείο, εξακολούθησε να «παίζει» ακόμη το καμένο χαρτί της Μεγάλης Δύναμης(Ρωσίας) που βρίσκεται πίσω του και που θα τον συνέδραμε τάχιστα, διαμένοντας σ΄΄ ΄ένα αρχοντικό οίκημα, ως ο μελλοντικός εκλεγμένος και χρησμένος ηγεμόνας της Φιλικής Εταιρίας όλων των επαναστατικών δυνάμεων από την Μολδοβλαχία ως την Πελοπόννησο κι από το Αιγαίο Πέλαγος έως την Αδριατική θάλασσα.

Στις 16 Μαρτίου, μαθαίνοντας οι κάτοικοι του Βουκουρεστίου τον ερχομό των δύο στρατευμάτων έσπευσαν έντρομοι πολλοί να βρουν κάποιο κοντινό καταφύγιο(κυρίως σε μοναστήρια που αποτελούσαν περίκλειστα κάστρα με ψηλές τοιχοποιίες) και σε κοντινά αυστριακά πριγκιπάτα, φοβούμενοι για ό,τι θα επακολουθούσε.

Υδατογραφία-πανόραμα του Βουκουρεστίου, όπως φαίνεται από τον Πύργο Τουρνούλ, του Αμαντέο Πρετσιόζι (Μαλτέζου ζωγράφου,1868).

Στις 17 Μαρτίου ο Θ. Βλαδιμηρέσκου έφτασε κοντά στο Βουκουρέστι και εξέδωσε διακήρυξη, απευθυνόμενος  προς τους κατοίκους του Βουκουρεστίου (100 χιλιάδων κατοίκων τότε το Βουκουρέστι), ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί  κανένας και να παραμένουν όλοι οι κάτοικοι στην πόλη, εγγυώμενος την ασφάλεια τους, επικαλούμενος συγχρόνως και τη κάθοδο του Α. Υψηλάντη προς καθησυχασμό των ελληνόφωνων χριστιανών κατοίκων.

Στις 18 Μαρτίου ο Υψηλάντης έφτασε στο φωξάνι (150 χλ. από το Βουκουρέστι) και εξέδωσε και εκείνος διακήρυξη προς τους κατοίκους του Βουκουρεστίου να παραμείνουν στην πόλη, στρατοπεδεύοντας λίγες μέρες αργότερα στο Μετζίλι (10 χιλ). απόσταση από το Βουκουρέστι).

Οι τοπικοί άρχοντες του Βουκουρεστίου πριν αναχωρήσουν προς την  αυστριακή Τρανσυλβανία, μετά του θάνατο του ηγεμόνα της Βλαχίας Α. Σούτσου, διόρισαν χιλίαρχο και πολιτάρχη του Βουκουρεστίου τον Καμινάρη Σάββα Φωκιανό, έχοντας παραμείνει ακόμη στην πόλη ο πρόξενος της Πρωσίας, ο αυστριακός υποπρόξενος, ο Μητροπολίτης, δυο επίσκοποι και οι μαυραγορίτες, εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη βασικών ημερήσιων αγαθών που είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται από την αρχή του χρόνου.

Το κενό της ηγεσίας του Βουκουρεστίου(Βλαχίας) μετά το θάνατο του Α. Σούτσου το είχε αναπληρώσει ο Μητροπολίτης και το αρχοντολόι της πόλης, εξ εκείνων που δεν είχαν αναχωρήσει για την Τρανσυλβανία. Η Οθωμανική Πύλη είχε χρίσει νέο ηγεμόνα της Βλαχίας τον προηγεμονεύσας εν Μολδαβία Σκαρλάτο Καλλιμάχη, αλλά ούτε εκείνος είχε έρθει στην έδρα του ακόμη και το Βουκουρέστι βρισκόταν σε κατάσταση μερικής ακυβερνησίας.

Σκαρλάτος Καλλιμάχης. Μέγας Δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης από το 1801 ως 1806, Πρίγκηπας της Μολδαβίας κατά διαδοχικά διαστήματα από το 1806 ως το 1819, και Πρίγκηπας της Βλαχίας από τον Φεβρουάριο ως το Ιούνιο του 1821. Γιος του Αλεξάνδρου Καλλιμάχη και της Ελένης/Ρωξάνδρας Γκίκα, κόρης του Σκαρλάτου Γκίκα παντρεμένος με την Σμαράγδα Μαυρογέννη.

Στις 21 Μαρτίου, ο Βλαδιμιρέσκου μπήκε στο Βουκουρέστι με χιλιάδες αρματωμένους, με το ιππικό του και τις απαραίτητες προμήθειες. Ο αντάρτικος στρατός του παρέλασε στο Βουκουρέστι και τα στρατιωτικά τμήματα των ανταρτών τα ακολουθούσαν πλήθος κατοίκων της πόλης. Ο ίδιος ο Βλαντιμιρέσκου κρατούσε ένα καρβέλι ψωμί στη αρχή της πορείας, σηματοδοτώντας την ευημερία του λαού. Μόλις έφτασε κάτω από το λόφο της Μητρόπολης κατέλυσε το σπίτι του άρχοντα Εμανουήλ Μπάνου του Μπραγκοβάνου μετατρέποντάς το σε προσωρινή κατοικία του. Εκεί υποδέχθηκε τον ορθόδοξο Μητροπολίτη του Βουκουρεστίου  και εκείνος του εξέφρασε τα σέβη του. Αναγνωρίζοντας τον ως απόλυτο κυβερνήτη της Βλαχίας, κερδίζοντας με το μέρος του ο Βλαδημιρέσκου μέρος των εναπομείναντων Βογιάρων.

Η εντυπωσιακή είσοδος του  Βλαδιμηρέσκου στο Βουκουρέστι με το ιππικό του.

Ο πρόξενος της Ρωσίας είχε αναχωρήσει από το Βουκουρέστι, όπως και ο πρόξενος της Αυστρίας. Παρέμεινε όμως ο αυστριακός υποπρόξενος που σε συνάντησή του με τον Βλαδιμηρέσκου τον ενεχυρίασε την ελληνική εφημερίδα της Βιέννης, τον «Τηλέγραφο», που δημοσίευε λεπτομερώς ό,τι διαμείφθηκε μεταξύ του Α. Υψηλάντη και του Ι. Καποδίστρια υπουργού της ρωσικής ηγεσίας, την καταδίκη του, τον αφορισμό του και την αποπομπή του, με εύλογο σκοπό να θέσει υπό αμφισβήτηση την οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης και να διαρρήξει την οποιαδήποτε μελλοντική συνεργασία των δυο αρχηγών.

Ο Θ. Βλαδιμηρέσκου έγινε κυρίαρχος του Βουκουρεστίου με τον ανταρτικό στρατό του υποστηριζόμενος από τους γηγενείς παντούρους(χωρικούς), Σέρβους, Αλβανούς, Βούλγαρους και άλλους ρωμιούς οπλαρχηγούς και μαχητές, εκτός από ένα στρατιωτικό σώμα Αλβανών Αρναούτηδων, 1000 σκληροτράχηλων στρατιωτών και 1000 μαχητών των επαγγελματικών συναφιών, των ταμπάκηδων της πόλης, υπό τον πολιτάρχη της πόλης Καμηνάρη Σάββα Φωκιανό, που οχυρώθηκαν εναντίον του γύρω από το λόφο του Μητροπολιτικού ναού, καταλαμβάνοντας ως οπισθοφυλακή το οχυρωματικό μοναστήρι του Radu Vodă.

Το μοναστήρι του Radu Vodă.

Η αντιπαράθεση των δύο αντιμαχόμενων πλευρών τερματίστηκε μετά από διαπραγματεύσεις με αποτέλεσμα να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός, αναγνωρίζοντας ο επικεφαλής των Αρναούτηδων Σάββας Φωκιανός, την εκτελεστική και δικαστική εξουσία του, έχοντας ο Βλαδιμηρέσκου δημιουργήσει το πολιτικό και πολιτειακό εκτελεστικό  όργανο του επαναστατικού κινήματός του, τη «Συνέλευση του Λαού».

Όταν έγινε γνωστός, ο διαφορετικός ρόλος της τσαρικής Ρωσίας περιέπλεξαν τις εξελίξεις ακόμη περισσότερο ενάντια στον Α. Υψηλάντη. Κυρίως εκ των αντιδράσεων των γηγενών κατοίκων, τόσο του Βουκουρεστίου όσο και των γύρω περιφερειών, θεωρώντας  ότι Υψηλάντης εισήλθε στη Βλαχία ως επικεφαλής και προστάτης των συμφερόντων των ηγεμόνων της Μολδαβίας, Μ. Σούτσου και της Βλαχίας Καλλιμάχη, χωρίς ωστόσο να έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη της αυτοκρατορικής Ρωσίας.

Στις 25 Μαρτίου ο Υψηλάντης έφτασε  κοντά στο Βουκουρέστι και κατέλυσε στην αρχοντική έπαυλη του Πρίγκηπα Κατακουζηνού και Γκίκα. Εκεί συναντήθηκε με τον  πολιτάρχη του Βουκουρεστίου Σάββα Φωκιανό και ύστερα είδε τον Μητροπολίτη Γρηγόριο και συζήτησε μαζί του, εκφράζοντας την πρόθεσή του να κάμει μια  «Γερουσία» για την διοίκηση του τόπου. Όπως είχε κάνει ο Βλαδιμηρέσκου με τη «Συνέλευση του Λαού».

Ο ΣάβΒας Φωκιανός γεννήθηκε στην Πάτμο το 1785 από πατέρα που καταγόταν από την Παλαιά Φώκαια (Μ. Ασία). Σπούδασε στην Πατμιάδα Σχολή και στις αρχές του 19ου αιώνα μετέβη στη Μολδαβία. Σχετίστηκε με το περιβάλλον του Σκαρλάτου Καλλιμάχη και αναρριχήθηκε σε στρατιωτικά αξιώματα όπως του “καμινάρη”, δηλαδή αρμόδιος για τον φόρο του κρασιού, των οινοπνευματωδών ποτών και του καπνού.Όταν ξεκίνησε το κίνημα του Υψηλάντη ήρθε σε αντίθεση μαζί του με την αιτιολογία ότι η βοήθεια από τη Ρωσία δεν ήταν πραγματοποιήσιμη. Φωτο: Ομάδα Αλβανών Αρναούτηδων.

Στις 27 Μαρτίου μέρα Κυριακή το Βουκουρέστι ξύπνησε από τη ιαχές μιας παρέλασης χριστιανών ιερωμένων κι ενός αρχιμανδρίτη με συνοδεία στρατιωτικών τμημάτων του  Γ. Ολυμπίου και Ι.  Φαρμάκη οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Α. Υψηλάντη, προπορευόμενη έμπροσθέν τους μια τρίχρωμη μεταξωτή σημαία  φέρουσα εκ της μια όψεως των Άγιον Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη με το σημείο του σταυρού και αναγραφόμενο το «Εν Τούτω Νίκα» και εις την άλλην όψη τον φοίνικα «Εκ της Κόνεως μου Αναγεννώμαι», κάνοντας πορεία λιτανείας, κρατώντας ένας ορθόδοξος ιερέας στο ένα χέρι τον σταυρό και στο άλλο το ευαγγέλιο,  εκ δέκα οπλοφόρων τριγυρισμένοι , ξηφήρεις, ψάλοντες το «έλαμψεν η χάρις σου σήμερον..», τραγουδώντας τα θούρια του Ρήγα, ακολουθούμενοι από άλλους οπλοφόρους. Ύστερα,  δεήθηκαν υπερ τη σωτηρίας των χριστιανών και μετά κραυγάζοντες και πυροβολώντας στον αέρα,  ζητωκραύγασαν: «ζήτω η ελευθερία»  και «τώρα εις τα πύλας του βυζαντίου».

Γεωργάκης Ολύμπιος (Λιβάδι Λάρισας, 4 Μαρτίου 1772 –Κομητεία Νεάμτς, Μολδαβία, Σεπτέμβριος 1821). Αρματολός και μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Συνεργάτης του Βλαδιμηρέσκου και του Α. Υψηλάντη κατά την επαναστατική εξέγερση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Μονής Σέκκου από τους Οθωμανούς, όταν ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη για να μην πέσουν αυτός και οι σύντροφοί του στα χέρια τους.

Η επίδειξη ενός στρατηλάτη, του Α. Υψηλάντη εναντίον της Οθωμανικής Πύλης και αναβίωσης του Βυζαντίου υπό τις παρούσες συνθήκες, δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση, και η απόσταση των σχέσεων συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ του Υψηλάντη, Βλαδιμηρέσκου, Φωκιανού και των αντίστοιχων βαλκανικών οπλαρχηγών μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, ενισχύοντας τις εθνικές τάσεις όλων των εμπλεκομένων εξεγερμένων βαλκανικών λαών κι αρχηγών.

 Ο Α. Υψηλάντης, εγκαταλελειμμένος από την τσαρική Ρωσία, με αυτή την επίδειξη έπαιξε το τελευταίο χαρτί του, προκειμένου να συγκινήσει και να ενθαρρύνει το χριστιανικό ακροατήριο του Βουκουρεστίου, αναδεικνύοντας ωστόσο το κοινωνικό-πολιτικό χαρακτήρα της εξέγερσης των τριών αρχηγών και στρατευμάτων, φέρνοντας μεγαλύτερη σύγχυση στους γηγενείς κατοίκους για τον σκοπό και την ταυτότητα έλευσής του στη Βλαχία με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ντε φάκτο τρεις διαφορετικές ζώνες κυριαρχίας τριών διαφορετικών στρατευμάτων, του Βλαδιμηρέσκου, (των χωρικών) του Φωκιανού (των συναφιών-αστών) και του Υψηλάντη (των προεστών φαναριωτών ηγεμόνων).

Στις 30 Μαρτίου  ο Μητροπολίτης Βουκουρεστίου έλαβε επιστολή από την Πατριάρχη Γρηγόριο, νουθετώντας τον για ό, ΄τι έπρεπε να κάνει κατά του άπιστου και προδότη Α. Υψηλάντη μετά τον αφορισμό του, και εξ όλων των επισκόπων του πατριαρχείου, καίγοντας και το τελευταίο χαρτί του Υψηλάντη.

Ο Χάρτης παρουσιάζει τις περιοχές των Παντούρηδων του Βλαδιμηρέσκου και του Ιερού Λόχου του Υψηλάντη. Δείχνει επίσης τα ορθόδοξα μοναστήρια, που χρησιμοποιήθηκαν από τον Βλαδιμηρέσκου ως ισχυρά οχυρωμένα σημεία, και το αρχοντικό του Μπελβεντέρε, όπου κρατούνταν ως όμηροι το αρχοντολόι του Ντιβάν (Οθωμανική αρχή, που επέβλεπε την τήρηση του νόμου στις υποτελείς Ηγεμονίες).

Στο Δυτικό Νοτιοβαλκανικό Μέτωπο της μεγάλης σύγκρουσης του Αλή πασά με τη Υψηλή Πύλη οι εξελίξεις έτρεχαν και εκεί καταιγιστικές, καθώς στις 20 Μαρτίου του 1821 κατέφθασε ο Χουρσήτ πασάς στα Ιωάννινα, (Πασάς της Πελοποννήσου), αφήνοντας πίσω του ελάχιστες στρατιωτικές δυνάμεις, ερχόμενος ως αρχιστράτηγος των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον του Αλή πασά και εναντίον των Σουλιωτών, σε αντικατάσταση του Ισμαήλ πασά που είχε αποτύχει να εκπληρώσει τη σουλτανική εντολή κυρίευσης των Ιωαννίνων.

Ο Χουρσήτ διέθετε  επιπλέον στρατιωτικές ικανότητες, εφαρμόζοντας μια νέα στρατηγική πολιορκίας εναντίον  του Αλή πασά,  και καταλαβαίνοντας  ο Αλής τον επερχόμενο κίνδυνο ζήτησε αμνηστία, προδίδοντας τα μυστικά σχέδια της Φιλικής Εταιρίας  που γνώριζε από καιρό, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου. Αλλά ο Χουρσίτ του ζήτησε παράδοση άνευ όρων, μη αποδεχόμενη από τον Αλή πασά.

Χουρσίντ Αχμέτ Πασάς διορίστηκε πασάς στην Πελοπόννησο τον Νοέμβριο του 1820, ερχόμενος στη Τριπολιτσά, πρωτεύουσα και κέντρο της διοίκησης της Πελοποννήσου, με  πλούσιο χαρέμι, έχοντας πληροφορίες ότι σχεδιάζεται εξέγερση των Ελλήνων, αλλά συγκεντρώνοντας του χριστιανούς προεστούς και τους περιφερειακούς κοτζαμπάσηδες του βεβαίωσαν ότι δεν υπάρχει κανένα τέτοιο σχέδιο εναντίον του Οθωμανικού κράτους. Όταν επιστρατεύτηκε εναντίον του Αλή πασά άφησε πίσω του στην Τριπολιτσά το χαρέμι ​​του, τα φορολογικά έσοδα του κράτους και μια μικρή μονάδα φρουράς υπό τη διοίκηση του Μεχμέτ Σαλίχ.

Στο Νότιο Βαλκανικό Μέτωπο της Πελοποννήσου οι πρώτες επαναστατικές εξεγέρσεις εκδηλώθηκαν μετά την αναχώρηση του Χουρσίτ πασά (τελευταίο δεκαήμερο Μαρτίου), καταλαμβάνοντας οι εξεγερμένοι τις εγκαταλελειμμένες από τις οθωμανικές φρουρές κωμοπόλεις και χωριά με αναίτιες ενίοτε σφαγές άμαχων Οθωμανών, κατ΄ εικόνα και ομοίωση των σφαγών στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας, στο Βόρειο Βαλκανικό Μέτωπο που είχε εισβάλει ο Α.Υψηλάντης.

Μόνο ένας διαβολικός νους θα μπορούσε να οργανώσει ένα τέτοιο σχέδιο αναίτιων σφαγών, ενός επαναστατικού εγχειρήματος, έχοντας σκοπό να οξύνει την αντιπαράθεση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, έτσι ώστε να προξενήσει ανταπόδοση των σφαγών εναντίον των χριστιανών αργότερα, και ύστερα να κινηθεί ως προστάτης των χριστιανών, καταλαμβάνοντας τα Βαλκάνια.

Οι μεγάλες απολυταρχικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, στην προσπάθειά τους να ροκανίζουν τα βαλκανικά εδάφη χρησιμοποιούσαν ενίοτε και τον μοχλό των ελεγχόμενων επαναστατικών εξεγέρσεων. Όταν όμως ξέφευγε ο έλεγχος των εξεγερμένων με διαφορετικά κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα δεν δίσταζαν να τις υπονομεύσουν, επιδιώκοντας την καταστολή τους και να δώσουν την οποιαδήποτε βοήθεια στην καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία.

Οι αναίτιες σφαγές και οι λεηλασίες εναντίον των αμάχων Οθωμανών κατοίκων στην Πελοπόννησο, δίνοντας μια εξήγηση, προέρχονταν ή από τη πίστη των εξεγερμένων ότι σε λίγο θα κατέφθανε το ξανθό γένος των Ρώσων και  θα ολοκλήρωνε την εξέγερσή τους, μαζί με την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με τα fake news της εποχής που κυκλοφορούσαν στην Πελοπόννησο για μάχες και νίκες των επαναστατημένων  χριστιανών στο Βόρειο Βαλκανικό Μέτωπο.

Αλλά, κι από σχέδια των μυστικών υπηρεσιών τον τότε απολυταρχικών αυτοκρατοριών της Ευρώπης που είχαν οργανωθεί τάχιστα μετά τη Γαλλική Επανάσταση και ήταν απείρως πιο διαβολικά προκειμένου να φτάσουν στα επιδιωκόμενα σχέδιά τους που δεν ήταν άλλα από την  κυριαρχία τους επί των βαλκανικών εδαφών και των πελαγών του Αιγαίου, της Αδριατικής και της Μεσογείου θάλασσας.

Μονή των Τριών Ιεραρχών (1845-Ιάσιο).Στον προαύλιο χώρο της Μονής Τριών Ιεραρχών δόθηκε, με τη φωνή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη η Διακήρυξη της επανάστασης (28 Φεβρουαρίου 1821).

Μέχρι το τέλος Μαρτίου(1821) η οθωμανική αυτοκρατορία απασχολούσε τις κύριες στρατιωτικές δυνάμεις στο Δυτικό Βαλκανικό Μέτωπο, εναντίον του Αλή πασά που ήταν η ποιο σοβαρή απειλή εναντίον της αυτοκρατορίας. Ο Α. Υψηλάντης στη Μολδαβία και οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου κατελάμβαναν έως το τέλος Μάρτιου του 1821 εγκαταλελειμμένες οθωμανικές αστυνομικές αρχές και φρουρές.

Ηγέτης του επαναστατικού εγχειρήματος του Βορείου Μετώπου (Μολδοβλαχίας) με τη συνεργασία των τοπικών ηγεμόνων ήταν ο επικεφαλής της Φιλικής Εταιρίας Α. Υψηλάντης, κηρύσσοντάς την στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 στο Ιάσιο της Μολδαβίας, πορευμένος προς το Βουκουρέστι, με τοποτηρητή για τις επαναστατικές εξελίξεις του Νοτίου Μετώπου (Πελοποννήσου) σε συνεργασία με τους τοπικούς προεστούς και μπέηδες τον αδελφό του Δημήτριο Υψηλάντη, με σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσας της Πελοποννήσου την Τριπολιτσά.

Δημήτριος Υψηλάντης. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη 1793-1832 στο Ναύπλιο. Δεύτερος γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας,  Κωνσταντίνου Υψηλάντη και μέγα διερμηνέα (dragoman) της Υψηλής Πύλης. Σπούδασε σε στρατιωτική σχολή στη Γαλλία και κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου στη Πετρούπολη. Από τον Οκτώβριο του 1820 έως την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, υπηρετούσε στο Κίεβο ως υπασπιστής του στρατηγού Ραγέφσκι.

Οι άλλοι χριστιανοί οπλαρχηγοί άλλων γλωσσών και φυλών των Παραδουνάβιων ηγεμονιών, Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και άλλων γηγενών κατοίκων από την 15η Μαρτίου, μετά την αποκήρυξη του Υψηλάντη από τη Ρωσία, τον αφορισμό του και την άδεια της Ρωσίας να εισέλθουν τα οθωμανικά στρατεύματα στη Μολδαβία και Βλαχία, μπροστά στον κοινό κίνδυνο εκ των οθωμανικών στρατευμάτων, παρά τις επιφυλάξεις και τις δυσπιστίες που δημιουργήθηκαν μεταξύ τους, ανέπτυξε ο καθένας τη δική του στρατηγική άμυνας και αντιμετώπισης της επερχόμενης σύγκρουσης.

Και από κοινού, όπου θα μπορούσε να επιτευχθεί μια συμφωνία μεταξύ Βλαδημιρέσκου, Φωκιανού και Υψηλάντη, διατηρώντας ο καθένας τις επιφυλάξεις έναντι του άλλου, κάνοντας ωστόσο ευκολότερο το έργο των μυστικών υπηρεσιών των απολυταρχικών δυνάμεων, υπονόμευσης του απελευθερωτικού αγώνα τους.

Στο Νότιο Μέτωπο της Πελοποννήσου στις 17 Μαρτίου κατελήφθησαν οι Πύργοι των Καλαβρύτων από τον Σωτήρη Χαραλάμπη (άρχοντα της περιοχής) μετά την παράδοση των οθωμανικών φρουρών. Αντάμα με τους Πετμεζαίους(αρχοντική οικογένεια των Καλαβρύτων), καταγράφοντας την πρώτη επαναστατική εξέγερση της Πελοποννήσου.

Ένας εκ τριών Πύργων των Καλαβρύτων που είχαν καταφύγει οι οθωμανικές φρουρές.

Στις 22 Μαρτίου οι Ι. Παπαδιαμαντόπουλος και ο Ανδρέας Λόντος (προεστοί περιοχών) έγιναν κυρίαρχοι της πόλης των Πατρών και οι οθωμανικές φρουρές αποσύρθηκαν σε κοντινό κάστρο.

Στις επαναστατικές εξελίξεις του Νότιου Μετώπου της Πελοποννήσου συμμετείχε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που από τον Ιανουάριο (1821) βρισκόταν στη Μάνη, ερχόμενος από τα Επτάνησα. Το ίδιο διάστημα ο Ι. Κολοκοτρώνης, ξάδελφος του Θ. Κολοκοτρώνη, ηγούνταν στρατιωτικού σώματος του Α. Υψηλάντη στη Μολδαβία και Βλαχία.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης  1770 ((ΡαμοβούνιΜεσσηνίας),-1843 (Αθήνα). Στα 20 χρόνια του διορίστηκε αρματολός εναντίον των κλεφτών της περιοχής του και στα τριάντα του έγινε κουρσάρος στη Μάνη. Το 1806 βρίσκεται στην υπό ρωσική κυριαρχία Ζάκυνθο. Μετά την εξέγερση των καπετάνιων του Ολύμπου (1807)νκαι την εξέγερση του Ευθύμιο Βλαχάβα στα Χάσια (Τρικάλων), καταφεύγοντας οι εξεγερμένοι στα νησιά του Βόρειου Δυτικού Αιγαίου ο Κολοκοτρώνης συμμαχεί μαζί τους, κουρσεύοντας οθωμανικά πολεμικά πλοία στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του Βόρειου Αιγαίου. Το 1810 κατέφυγε και πάλι στη Ζάκυνθο, υπηρετώντας σε σώμα του αγγλικού στρατού, φτάνοντας στο βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1821 (Ιανουάριο)επέστρεψε στη Μάνη.

Η συμμετοχή των προεστών της Πελοποννήσου στις επαναστατικές διαδικασίες ήταν συνυφασμένη με την βεβαιότητά τους ότι πίσω από την εξέγερσή τους έρχεται η Μεγάλη Δύναμη της Ρωσίας. Πληροφορίες που διοχέτευαν από καιρό παράγοντες της Φιλικής Εταιρίας, για νικηφόρες μάχες και στρατιωτικές επιτυχίες στο Βόρειο Μέτωπο (-Βλαχία- Μολδαβία-Κωνσταντινούπολη).

Στις 23 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (προεστός και Μπέης της περιοχής), έγινε κυρίαρχος της Καλαμάτας, φεύγοντας από την πόλη η μικρή οθωμανική φρουρά. Αμέσως μετά ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης συγκρότησε το πολιτειακό όργανό του, τη Μεσσηνιακή Γερουσία.

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (Αρεόπολη Μάνης 1765 – Αθήνα 1848).Έκτος και τελευταίος Μπέης (ανώτερος διοικητικός τίτλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και κληρονομικός ηγεμόνας) της Μάνης.  Γαλλόφιλος, πιστεύοντας στη συμμαχία και τη βοήθεια της Γαλλίας. Στις 2 Αυγούστου 1818 53 χρονών, μυήθηκε στη φιλική Εταιρεία. Στις 23 Μαρτίου 1821 συγκρότησε τη Μεσσηνιακή Γερουσία στη Καλαμάτα.

Οι πρωταγωνιστές των επαναστατικών εξελίξεων στο Νότιο Μέτωπο της Πελοποννήσου, όπως και στο Βόρειο Μέτωπο είχαν διαφορετική ιδεολογική, κοινωνικο-πολιτική ταυτότητα ο καθένας. Οι προεστοί και οι κοτζαμπάσηδες δήλωσαν παρών στο επαναστατικό εγχείρημα, έχοντας ο καθένας τα δικά του ηγετικά σχέδια, όπως και οι προεστοί και ηγεμόνες των παραδουνάβιων ηγεμονιών Βλαχίας, Μολδαβίας.

Πριν ακόμη αρχίσουν οι επαναστατικές εξεγέρσεις στα Βαλκάνια είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των εμπλεκομένων στρατιωτικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων οι παρατάξεις των ρωσόφιλων, των αγγλόφιλων, των γαλλόφιλων, των Αυστριακών ακόμα και των Οθωμανών υπό των Αλή πασά. Και εξ αυτού του διαχωρισμού άρχισαν να εκδηλώνονται πολύ γρήγορα οι διαμάχες για την κατάληψη της αρχηγίας, της εξουσίας και του ελέγχου των εξελίξεων μεταξύ των εμπλεκομένων πρωταγωνιστών, εμφορούμενοι ο καθένας με διαφορετικά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αιτήματα.

Βογιάρος Iordache Filipescu, ντυμένος με τον φαναριώτικο μπογιάρο, κάθεται σε ένα ντιβάνι. Οι βογιάροι της Μολδαβίας και της Βλαχίας ήταν μεγαλοτσιφλικάδες και άρχοντες των Παραδουνάβιων Πριγκηπάτων της Μολδαβίας και της Βλαχίας και κατείχαν μεγάλο μέρος της πολιτικής εξουσίας στα πριγκιπάτα μέχρι και την εποχή των Φαναριωτών, εξελέγοντας οσποδάρους.

Από τον Απρίλιο του 1821 όλα άλλαξαν άρδην, μετά την τριχοτόμηση του Βουκουρεστίου πρωτεύουσας της επανάστασης, (Βλαδιμηρέσκου, Φωκιανού και Υψηλάντη), με ολέθρια τραγικά αποτελέσματα, φανερώνοντας την εμπλοκή του Μεγάλων Αυτοκρατορικών Δυνάμεων, πριν ακόμη ξεσπάσουν οι επαναστατικές εξεγέρσεις στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες της Βλαχίας, Μολδαβίας και Πελοποννήσου και εκδηλωθεί η διαφορετική κοινωνικο-πολιτική ταυτότητα των εξεγερμένων.

Η εμπλοκή, η στράτευση, η συμπάθεια, η υποστήριξη, η ένταξη φανερή ή μυστική, των οπλαρχηγών, των πολιτικών και των οικονομικών παραγόντων, των τοπικών προεστών και ηγεμόνων υπέρ της Ρωσικής, της Γαλλικής, της Αγγλικής, της Αυστριακής ακόμη και της πολιτικής του Αλή πασά, πιστεύοντας ότι με τη βοήθειά τους, το όποιο επαναστατικό εγχείρημά τους θα είχε την καλύτερη προσδοκώμενη επιτυχία, εκ των γεγονότων που ακολούθησαν θα τους διαψεύσουν με το πιο τραγικό τρόπο.

Βασίλης Πάνος

……………………………………

Επόμενο 7ον: “Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών”.

—————————————————————————–

Από τις εκδόσεις «Αγαπώ την Πόλιν», άλλα έργα του Βασίλη Πάνου: 1)«23 Αυγούστου 1881. Η Αναχώρηση των Οθωμανών»(2005). 2)«Η Απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Μύθος η Πραγματικότητα» (2005). 3)«Η Πόλη του θεού -13ος θεός»(μυθιστόρημα) (2006).4)«Ο Ασκληπιός – Ο Σωτήρας του κόσμου» (2007). 5)«Από τον Σωτήρα Ασκληπιό στον Άγιο Ασκληπιό» (2008). 6)«Το Ποτάμι της Οργής- Η Πλημμύρα του Ληθαίου 1907» (2009).7) «Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ-Τρίκαλα 2 Φεβρουαρίου 1925. Το χρονικό μιας αιματοβαμμένης εντολής» (2011). 8)«ΟΙ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ»(μυθιστόρημα) (2014).9)«ΤΟ ΕΠΙΦΑΝΕΣΤΑΤΟ ΙΕΡΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΤΡΙΚΚΗΣ» (2017). Υπό έκδοση: «Το Αναμορφωτήριο».

…………………………………..