Home » Ιστορία » Οι πρώτες μέρες του πολέμου

Οι πρώτες μέρες του πολέμου

 

29η Οκτωβρίου 1940

Δευτέρα 28  Οκτωβρίου 1940  έγραφε το ημερολόγιο γνωστού  ζυθοπωλείου στην κεντρική πλατεία, Ιωάννη Μεταξά. Οι θαμώνες λιγοστοί. Οι κάτοικοι της πόλης και των χωριών είχαν ξεχυθεί στο δευτεριάτικο παζάρι για τα εβδομαδιαία ψώνια τους. Τα καταστήματα όλ΄ ανοιχτά και οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο.

Από μέρες υπήρχε μια διάχυτη ανησυχία. Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει και τα καθημερινά  γεγονότα απ΄ό τo μέτωπo του πολέμου μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των αναγνωστών των αθηναϊκών εφημερίδων και τις συζητήσεις σε όλα τα καφενεία της πόλης.

Ωστόσο, η ζωή και η καθημερινότητα εξακολουθούσε να ζει στο ρυθμό και στους κανόνες και νόμους της Μεταξικής δικτατορίας.

Η  κ. Φωτεινή, χθες Κυριακή, συνεπής στο εποχικό της ραντεβού επίδειξης της φθινοπωρινής μόδας, ανήγγειλε την έλευση των εκλεκτών μοντέλων Φετρ, βελουτέ κι Αμερινός, για τα φορέματα  και τα καπέλα  του φθινοπώρου πού πάντα ενθουσίαζαν τις κυρίες, γιατί η κ. Φωτεινή δεν ήταν μια άγνωστη μαιτρ της μόδας.

Παρακολουθούσε τις τάσεις των γνωστών οίκων των Αθηνών κ΄΄αθε χρόνο και ήταν εγγύηση και κοσμικό γεγονός πάντα η επίδειξη των φορεμάτων της κι άλλων γυναικείων αξεσουάρ.

Το ενδιαφέρον εκείνον τον Οκτώβρη του 1940 δεν περιορίζονταν μόνο στη μόδα, αλλά και στην αποχαιρετιστήρια παράσταση του θιάσου, Μαίρης Μυρά, στο «ΡΕΞ», εκλεκτή συνεργάτιδα της κ. Λέλας Αγαπητού σ΄ ένα από τα ωραιότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας,  «Η ΤΑΒΕΡΝΑ» του Αιμίλιου Ζολά, αποτελώντας εξίσου κοσμικό γεγονός στην πόλη κάθε παράστασή της.

Αλλά, η παρουσίαση των νέων τάσεων και χρωμάτων της μόδας  που  συγκέντρωνε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ήταν η καθημερινή΄΄ επίδειξη της πλούσιας συλλογής φιγουρινιών της χειμερινής σαιζόν στην εκλεκτή πελατεία της, η εξ Αθηνών κ. Ευτυχία, μοδίστρα υψηλών προδιαγραφών γυναικείων φορεμάτων.

Όμως, η καλλιτεχνική κίνηση, στην πιο ερωτική πόλη της Θεσσαλίας, δεν περιορίζονταν μόνο στις επιδείξεις μόδας και σε θεατρικές παραστάσεις, αλλά και στην τέχνη του χορού, όπου γνωστός χορογράφος της πόλης ανακοίνωσε, μόλις χθες, την έναρξη μαθημάτων χορού όλων των ειδών και την έναρξη μαθημάτων βιολιού, πιάνου και φλογέρας της Δημοτικής  Μουσικής Σχολής.

Και εκεί που όλα κυλούσαν ήσυχα, όπως τα νερά του Ληθαίου εκείνη την φθινοπωριάτικη Δευτέρα μια κραυγή από το πλήθος του εβδομαδιαίου παζαριού τάραξε την ηρεμία της πόλης.

-Πόλεμος… Πόλεμος…

Το δευτεριάτικο παζάρι μετατράπηκε αμέσως σε πεδίο του τρομερού θεού της έριδας και του πολέμου. Ο ήχος της σειρήνας που αντήχησε πάνω απ΄ το ρολόι του κάστρου σήμανε την αρχή ενός πολέμου που κανένας δεν ήξερε ακόμη μέχρι που θα φτάσει και πόσο θα κρατήσει.

Στο δευτεριάτικο παζάρι οι μόνοι επισκέπτες  που χάρηκαν ήταν τα κοκόρια, οι κότες κι άλλα ζωντανά που περίμεναν περίλυπα τον αγοραστή για να τα σφάξει, πιστεύοντας ότι μέσα στην αναμπουμπούλα θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τα χέρια τους και να τρέξουν στο ποτάμι.

Η λαϊκή αγορά της Δευτέρας άρχισε να διαλύεται με τα λάχανα, τα πράσα,  τα κουνουπίδια κι άλλα ζαρζαβατικά πάνω στους πάγκους και τα κοκόρια λεύτερα να κακαρίζουν, σκορπίζοντας τέτοια ταραχή και σύγχυση που δεν ήξερε κανείς ακόμη προς τα που να κατευθυνθεί και ποιον δρόμο να πάρει.

Το δημόσιο καταφύγιο στην κεντρική πλατεία, πολύ κοντά στη λαϊκή αγορά, ήταν τελείως αφιλόξενο απ΄ τα κατουρλιά που μύριζαν μέχρι έξω.

Οι περισσότεροι πανικόβλητοι έτρεξαν στο ποτάμι κάτω από τις γέφυρες, άλλοι στα υπόγεια καταστήματα κι άλλοι πήραν το δρόμο για τον Προφήτη Ηλία και στα γύρω βουνά.

Αλόγα, γομάρια, γίδια και μοσχάρια που ήταν στο χάνι του Λάλα Μίχα ήταν τα μόνα που δεν καταλάβαιναν τίποτα (γαϊδούρια σκέτα) και γκάριζαν τόσο δυνατά λες και χαίρονταν για τα αφεντικά τους, γιατί πάθανε τέτοια λαχτάρα απ΄ το παράξενο εξωγήινο τέρας του ουρανού που ερχόταν να τους κατασπαράξει όλους.

Όταν χτύπησε η λήξη του συναγερμού άρχισαν να βγαίνουν διστακτικοί,  κοιτώντας προς τον ουρανό και παίρνοντας βαθιές ανάσες απ΄ τις αναθυμιάσεις.

Δεν πρόλαβαν ωστόσο να συνέλθουν καλά καλά κι ένας δεύτερος συναγερμός απ΄ τη σειρήνα του φρουρίου πιο εκκωφαντικός άρχισε να χτυπά, στέλνοντας το μήνυμα του κινδύνου των εχθρικών αεροπλάνων.

Οι δρόμοι  και οι πλατείες άδειασαν και κατά το μεσημέρι άρχισε η επιδρομή στα μπακάλικα, τα φουρνάδικα, τα γαλακτοπωλεία, τα ποτοποιία για να προμηθευτούν τα αναγκαία του πολέμου, ζητώντας όχι το καρβέλι της μέρας, αλλά τα καρβέλια όλης της εβδομάδας.

Τρόμαξαν οι φουρνάρηδες, οι γαλακτοπώλες και οι παντοπώλες. Πολλοί τράβηξαν ρολά, θα τους γκρεμίζανε τα μαγαζιά, η ζήτηση ήταν μεγάλη, άδειασαν τα ράφια και δεν ξαναγέμισαν μετά.

Οι μάχες έξω απ΄ τα μαγαζιά ειδών διατροφής ήταν ομηρικές για ένα καρβέλι ψωμί κι άλλα αγαθά πρώτης ανάγκης, επιστρατεύοντας οι αρχές αστυνομία και στρατιώτες για να συγκρατήσουν τους επιδρομείς που έσπευδαν να προμηθευτούν ό,τι έβρισκαν  σε όποιο κατάστημα μπροστά τους συναντούσαν.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου, όλα ξημέρωσαν διαφορετικά. Καθαρός ουρανός, αλλά συννεφιά στις καρδιές όλων των ανθρώπων και η σκέψη για κανένα σακί αλεύρι, τενεκέ με λάδι και οτιδήποτε φαγώσιμο.

Στη σκέψη του Βασίλη Τσιτσάνη ο πρώτος στίχος της «Συννεφιασμένης Κυριακής» γράφτηκε στο πίσω μέρος του αγαπημένου του πακέτου « Άσσο Άφιλτρο Κασετίνα Παπαστράτος».

Β.ΠΑΝΟΣ