Home » Βιβλιοθήκη » Εκείνος βρισκόταν από καιρό στη μάχη…

Εκείνος βρισκόταν από καιρό στη μάχη…

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΠΟΛΕΜΟΣ! ΠΟΛΕΜΟΣ!

 Ό,τι θα σας διηγηθώ, μη με παρεξηγήσετε αναγνώστες μου για  τη σπουδαιότητα της  μικρής μου ιστορίας, πως είναι τάχα τόσο άξια να τυπωθεί πάνω σε μια κόλα χαρτί. Το κάνω για τον δάσκαλό μας που μας έμαθε λίγα γράμματα και μερικά σπουδαία πράγματα, σε προχωρημένη ηλικία.

 Ήταν μέρα της γιορτής του Αγίου Αθανασίου και οι καμπάνες της μητρόπολης χτυπούσαν ακατάπαυστα απ΄ το πρωί, όχι με γιορτινό ήχο, αλλά με μήνυμα θανάτου κάποιου μεγάλου προύχοντα ή μεγάλου κακού που χτύπησε ξαφνικά την πόλη.

Στον ίδιο δρόμο της μητρόπολης στεγάζονταν τα περισσότερα κρεοπωλεία, τα μανάβικα, τα παντοπωλεία και ανάμεσα τους τα παλιά οινοπωλεία, τα πατσατζίδικα, τα μαγειρεία κι ο καφενές  μας, γεμάτα όλα από θαμώνες.

«ΕΝΩΣΗ», τον είχε ονομάσει τον καφενέ του o κυρ-Λάμπρος, τιμώντας την ένωση ενάντια στους εχθρούς που απειλούσαν κάθε φορά την ελευθερία του λαού μας κι ενάντια στους νεο-τσιφλικάδες που εκμεταλλεύονταν την εργασία μας και τις δύσκολες περιστάσεις κάθε πολέμου.

Οι νέο-τσιφλικάδες, όπως τους έλεγε ο δάσκαλός μας, δεν ήταν σαν τους παλιούς που κατείχαν μόνο τη γη μας, αλλά ετούτοι ήταν ιδιοκτήτες του εργοστασίου ηλεκτρικού ρεύματος, των δασών, των μέσων συγκοινωνίας κι επικοινωνίας, των καταστημάτων της αγοράς και της εμπορίας των βασικών προϊόντων σίτισης.

Έχοντας στην κατοχή τους όλ΄ αυτά και την εξουσία στα χέρια τους απομυζούσαν τον ιδρώτα μας για πολλά χρόνια, σαν τις ακρίδες που πέφταν στα σπαρτά και δεν αφήναν τίποτα πίσω τους. Θαμώνες όλοι τους στο καφενείο «ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ» στην κεντρική πλατεία της πόλης.

Ο Λάμπης μας ήταν δάσκαλος του 7ου Δημοτικού Σχολείου στον βλαχομαχαλά της πόλης, όνομα και πράμα. Όταν μας μιλούσε έλαμπε το πρόσωπό του. Σύχναζε κι εκείνος στον καφενέ μας. Καθόταν πάντα στο ίδιο τραπέζι κοντά στο βορινό παράθυρο. Μ΄ ένα σημειωματάριο και μια στοίβα βιβλία δίπλα του, δανείζοντάς τα στους θαμώνες μικροτεχνίτες, μικροέμπορους, μικροβιοτέχνες και αγρότες των λαϊκών αγορών.

Δάσκαλος με διαφορετική διδασκαλία και δεν επιδίωκε ποτέ ν΄ ανεβεί τα σκαλιά της διοικητικής ιεραρχίας, ούτε εξέταζε αυστηρά τη διδακτέα ύλη, τηρώντας σχολαστικά το σχολικό πρόγραμμα. Ούτε ήταν υπέρ των αυστηρών ποινών κι άλλων εξευτελιστικών τιμωριών μπροστά στους άλλους μαθητές για τυχόν λάθη και παρεκκλίσεις τους.

Η μέθοδός του ήταν του  διαλόγου και της εργασίας πάνω στην ύλη κάθε μαθήματος και ποτέ της αποστήθισης, των ημερομηνιών, των ηρώων που πολλοί εξ αυτών, έλεγε, είχαν γράψει μαύρες σελίδες στους αγώνες για την ελευθερία της πατρίδας μας και η συμμετοχή τους ήταν εντελώς μηδαμινή.

Μόλις σχόλαγε τον καφέ του μαζευόμασταν γύρω του, περιμένοντας ν΄ ακούσουμε με προσοχή τα λόγια του. Τον ελεύθερο χρόνο του, όσοι δεν είχαμε τελειώσει το Δημοτικό, λόγω δυσκολιών στα παιδικά μας χρόνια μας έκανε δωρεάν μαθήματα ιστορίας, αριθμητικής και δημοτικής γλώσσας, λέγοντάς μας ότι οι σοφολογιότατοι θέλουν να μας μάθουν μια γλώσσα βαλσαμωμένη από αιώνες και αντί να την αφήσουν στην ησυχία της την έκαναν παντιέρα με περισπωμένες δασείες και ψηλές και μας οδηγούν κούτσα, κούτσα στην εποχή του Αλκιβιάδη.

Είχε όμως ένα μεγάλο «αμάρτημα» ο δάσκαλος μας. Οι «αθεϊστικές» απόψεις του, όπως τις έλεγαν κάποιοι απ΄ το διδασκαλικό συνάφι του. Εντελώς αντίθετες με την ιδεολογική βάση της δημόσιας εκπαίδευσης που ίσχυε ως τότε.

Γι αυτές τις απόψεις του, που τις θεωρούσαμε ορθές και κανείς θεός δε θα μπορούσε να ΄ ναι αντίθετος, είναι η αιτία της διήγησης μου κι όσα ακολούθησαν εκείνη τη μέρα της γιορτής με τους κτύπους των κωδωνοκρουσιών του καμπαναριού της μητρόπολης να χτυπούν πένθιμα, ακούγοντας την κραυγή: Πόλεμος! Πόλεμος! απορημένοι όλοι.

*   *   *

«Γιατί χτυπά η καμπάνα τόσο πένθιμα δάσκαλε;». Τόλμησα πρώτος να τον ρωτήσω, πριν αρχίσουμε το μάθημα της ιστορίας.

«Για τον λαό μας», απάντησε ο δάσκαλος μας με μια ανείπωτη σιγουριά που έκρυβαν πάντα τα λόγια του.

«Τώρα αρχίζει η νέα  προσάρτηση, η λεηλασία των εδαφών και το μάντρωμα των λαών στη στρούγκα των πολεμικών συνασπισμών των νέο-τσιφλικάδων».

«Ποια στρούγκα, δάσκαλε;». Τον διέκοψε ο Φάνης, εκφορτωτής εμπορευμάτων κι εκείνος απορημένος.

«Στη στρούγκα της στάνης των λαών, των μικρών εξαρτημένων κρατών για το μεγάλο κούρεμα».

«Κούρεμα κάνω κ΄ εγώ δάσκαλε», απάντησε ο Τρύφωνας, μπαρμπέρης της Παλιάς Αγοράς.

«Εννοώ το κούρεμα των μισθών Τρύφωνα. Χρόνια τώρα δε μας μειώνουν τους μισθούς; Τώρα έφτασε το μεγάλο κούρεμα. Κι επειδή θα ΄ ναι πολύ μεγάλο φροντίζουν να μας βάλουν στη στρούγκα, όπως κάνουν τα πρόβατα, όταν θέλουν να τα κουρέψουν οι τσομπάνηδες».

«Δεν μας τα λες καλά, δάσκαλε, πρόβατα είμαστε;». Ρώτησε ο Φάνης, απορημένος πάλι.

«Σαν πρόβατα μας βλέπουν. Από τώρα και πέρα δε θα βλέπουμε και δε θα ακούμε τίποτα. Θα μας απομονώσουν εντελώς.  Απ΄ τον κακό λύκο που αλυχτάει στο δάσος.

Οι λαοπλάνοι των εφημερίδων τους και του κουρέματος θα τον παρουσιάζουν με τα πιο μελανά χρώματα, για να βρισκόμαστε καθημερινά σε μεγάλο φόβο, για να κάνουν το κούρεμα τους σε μεγάλο βάθος. Κι αν το μαλλί μας δε θα τους φτάνει, απ΄ τις αυξήσεις των τιμών που θα επιβάλουν, θα μας πάρουν και το δέρμα και το κρέας. Το κ ρ έ α ς μας είναι ο κάθε π ό λ ε μ ό ς τους».

Η ομήγυρη ταράχτηκε απ΄ τα τελευταία λόγια του, τονίζοντας με ιδιαίτερη έμφαση την κάθε συλλαβή του.

«Γι αυτό χωριστήκαμε πάλι, απ΄ τη μια μεριά οι Βασιλικοί κι απ΄ την άλλη οι Αντιβασιλικοί και στο βάθος οι ουδέτεροι,», τον διέκοψε ο Βάγγος.

Ο Βάγγος ήταν μαχαιράς στο επάγγελμα. Ακόνιζε μαχαίρια, τσεκούρια και ψαλίδια κι ό,τι άλλο χρησίμευε για την κοπή μαλλιών, ξύλων κι άλλων υλικών με τον ηλεκτροκίνητο τροχό του. Τους τελευταίους μήνες η αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου του Μονοπωλίου δεν του άφηνε κανένα κέρδος, λέγοντάς μας ότι σκεφτόταν να φορτώσει τον παλιό τροχό στον ώμο του και να γυρνάει στις γειτονιές για να καλύψει τις ανάγκες του.

«Ποιοι ουδέτεροι Βάγγο! Ουδέτεροι οι νέο-τσιφλικάδες και οι κυβερνήσεις τους που άλλοτε είναι με τις δυτικές δυνάμεις κι άλλοτε με τις κεντρικές.

«Χθες πέρασαν στρατιωτικά φορτηγά, φορτωμένα με πολεμικό υλικό μιας μεγάλης συμμαχικής δύναμης και τους υποδεχθήκαμε σαν τους απελευθερωτές μας».

«Τα ΄ δα Γιώργη, αλλ΄ απελευθερωτές από ποιον εχθρό;»

«Απ΄ τον βεζίρη», απάντησε ο Λεωνίδας, μικρέμπορας της ψαραγοράς.

«Σαν κατακτητές και ιδιοκτήτες της πατρίδας μας έρχονται Λεωνίδα. Και η πρώτη τους δουλειά θα ΄ ναι να επιτάξουν την πληροφόρηση πρώτα και στη συνέχεια τα τρόφιμα, για να ταΐσουν τους μισθοφορικούς στρατούς και να ενισχύσουν τους εξοπλισμούς τους. Ο πόλεμος χώρισε προσωρινά τους νέους φεουδάρχες, όπως γίνεται πάντα, για να μαντρώσουν τους λαούς και να τους στείλουν για ξεπουπούλιασμα και ύστερα στο σφαγείο. Αντιμάχονται μεταξύ τους για τα λάφυρα του πολέμου, αλληλοσκοτώνοντας τους λαούς για τα συμφέροντά τους».

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του δασκάλου μας και ύστερα κάποιοι θαμώνες άρχισαν να σταυροκοπούνται, καθώς πρόβαλε η νεκρική πομπή υπό τα τύμπανα της στρατιωτικής μπάντας με τις καμπάνες του μητροπολιτικού ναού να χτυπούν όλο και πιο αργά όσο περνούσε η ώρα.

Στην αρχή της νεκρώσιμης ακολουθίας προπορεύονταν τρεις χρυσοστόλιστοι ιεράρχες και πλήθος ιερέων με ποικιλόχρωμα άμφια, κρατώντας αναμμένες λαμπάδες. Ύστερα ακολουθούσε το φέρετρο το ίδιο χρυσοστόλιστο, υποβασταζόμενο από τέσσερις βαθμοφόρους του στρατού. Πίσω του οι  συγγενείς του αποθανόντος νέου αξιωματικού που έχασε τη ζωή του σε διαμάχη μεταξύ ένοπλων υποστηρικτών των κεντρικών δυνάμεων και υποστηρικτών των δυτικών.  

Τη νεκρώσιμη ακολουθία έκλειναν έξι αμαξάδες με τις άμαξές τους στολισμένες με πένθιμα τούλια. Τα άλογα χλιμίντριζαν ανυπόμονα απ΄ το αργό ρυθμό που τους επέβαλε η αργή νεκρώσιμη ακολουθία.

«Ζωή σε λόγου μας», ακούστηκε από πολλές μεριές υπό τον ήχο της στρατιωτικής μπάντας που σιγά σιγά έσβηνε μακρόσυρτα στον αέρα.

Έξω απ΄ τον καφενέ, μετά το τέλος τη πομπής, ένα έφιππο τμήμα της χωροφυλακής, καλπάζοντας κατά μήκος του δρόμου οι αναβάτες έριξαν τρεις απανωτές ριπές τουφεκιών, στοχεύοντας τα σύννεφα του ουρανού έτοιμα ν΄ ανοίξουν τους καταρράκτες τους.

Μετά την ομοβροντία, τμήμα δέκα ένοπλων χωροφυλάκων όρμισε μες στον καφενέ και με παρατεταμένα τα όπλα τους κατευθύνθηκαν προς την ομήγυρή μας. Στη θέα τους παραμερίσαμε όλοι.

«Δάσκαλε, στο ΄ πα κι άλλη φορά. Όπως πας θα φας το κεφάλι σου», είπε ο επικεφαλής του αποσπάσματος.

«Το ξέρω, αλλά η συνείδηση μου με φωνάζει αν θα πρέπει να υπακούω σε νόμους ενός άδικου κι άνομου φεουδάρχη ή στη φωνή της αλήθειας και στο δίκαιο του λαού μας. Προτιμώ το δεύτερο. Στο ΄ χω ξαναπεί», απάντησε ο δάσκαλός μας.

«Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, αλλά κάποια στιγμή θα σπάσει», απάντησε ο επικεφαλής.

«Να σιωπήσω ζητάς μπροστά στην κοινωνική αδικία και στην πολεμοκάπηλη ρητορεία των νέο-τσιφλικάδων, γιατί αλλιώς θα σπάσει το κεφάλι μου. Θα τη φωνάζω την αλήθεια και θα τη διαλαλώ, όπως κάνω και σήμερα, αλλά όπου κι αν βρεθώ».

«Στη φυλακή θα βρεθείς για την ώρα . Σε προειδοποίησα!»,  ήταν τα τελευταία λόγια του επικεφαλής αξιωματικού.

 Η ένοπλη ομάδα των ένοπλων χωροφυλάκων βγήκε απ΄ το καφενείο, συνοδεύοντας τον δάσκαλό μας, βρισκόμενος μεταξύ δυο ανδρών της χωροφυλακής. Πίσω του σε μικρή απόσταση τον ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, ατενίζοντας με ήρεμο βλέμμα τους διώκτες του, οδηγώντας τον στα υγρά και ανήλια κελιά της φυλακής της ντάπιας πάνω στην Παλιά Πόλη.

Βγήκαμε σαν υπνωτισμένοι από την ΕΝΩΣΗ, ακολουθώντας τον και σιγά, σιγά το  μικρό ρυάκι των θαμώνων, διασχίζοντας τον κεντρικό δρόμο έγινε ποτάμι, ακολουθώντας τον θαμώνες απ΄ όλα τα οινομαγειρεία και τα εργαστήρια των επαγγελματικών συναφιών με τις λερωμένες ποδιές τους, μαζί με βλαχοποιμένες που είχαν κατεβεί απ΄ τα ορεινά χωριά τους με τις μακριές γκλίτσες, κουνώντας τες στον αέρα.

Ήταν καιρός τώρα που στραβοκοιτούσαμε τα νέα αποσπάσματα των χωροφυλάκων όταν εμφανίζονταν, κυνηγώντας τους αγωνιστές της ελευθερία μας που κατέφυγαν στα γύρω βουνά, αποκαλώντας τους ληστοσυμμορίτες. Το τελευταίο καιρό κυκλοφορούσαν αποσπάσματα κυνηγών κεφαλών, φορώντας ευρωπαϊκές στολές κατά το γαλλικό συρμό, περιφρονώντας το καριοφίλι, τα τσαπράζια και τα σελάχια των καπεταναίων μας.

Βαδίζαμε πίσω και η πορεία μας ξαφνικά διακόπηκε στο ύψος του μητροπολιτικού ναού από δυο ομάδες ενόπλων του ιππικού που παρατάχθηκαν μπροστά μας με τα άλογα τους να χλιμιντρίζουν ανήσυχα.

Όταν φτάσαμε κοντά τους μας απώθησαν βίαια, εμποδίζοντας μας να συντροφεύσουμε τον δάσκαλο μας που ανηφόριζε με τη συνοδεία του τα στενά σοκάκια της Παλιάς Πόλης, πηγαίνοντας προς τη φυλακή της ντάπιας.

 Ο πυροβολισμός που ακούστηκε μετά από λίγο και η ομοβροντία ριπών όπλων που ακολούθησε με πάγωσε στη θέση μου, στην πρώτη σειρά της πορείας μας. Ακολούθησε δεύτερη ομοβροντία ριπών και τρομαγμένοι όλοι σκορπίσαμε στα γύρω σοκάκια.

*   *   *

 Μετά από λίγες μέρες ό,τι μας είπε ο δάσκαλός μας το ζούσαμε πια. Ο πόλεμος είχε φτάσει στην πόλη μας, στον καφενέ μας, στους δρόμους, στα σπίτια μας.

Πώς και πότε είχε φτάσει τόσο κοντά μας; Χωρίς να το καταλάβουμε; Αναρωτιόμασταν όλοι.

Την απάντηση την πήραμε μετά από 5 μήνες, όταν ξανανταμώσαμε όλοι οι μαθητές του στον καφενέ του κυρ Λάμπρου, περίλυποι για τον δάσκαλο μας και τότε καταλάβαμε, απ΄ τις κουβέντες μεταξύ μας, για το πώς και το γιατί, βγάζοντας το συμπέρασμα ότι ακούγαμε το δάσκαλό μας τόσα χρόνια, αλλά τα λόγια του δεν τα εννοούσαμε.

Κολλημένοι στις φυλλάδες των γαϊδάρων των εφημερίδων που γκάριζαν ολημερίς για λογαριασμό των νέο-τσιφλικάδων, δίδοντάς μας ηρεμιστικά χάπια για τη δήθεν στρατιωτική βοήθεια των συμμάχων μας για την απελευθέρωση εδαφών της πατρίδας μας, υπνωτιστήκαμε στον ύπνο του δικαίου.

 Εκείνος βρισκόταν από καιρό στη μάχη.

Τον δάσκαλός μας τον είδαμε για τελευταία φορά όταν οδηγηθήκαμε στη φυλακή της ντάπιας, μετά την αντιπολεμική διαδήλωση από μαθητές του καφενέ της ΕΝΩΣΗΣ.

Στην αντιπολεμική διαδήλωση αλυσοδεθήκαμε στην κεντρική πλατεία της πόλης με πανό που έγραφαν για τα χρέη που μας φόρτωσαν όλα αυτά τα χρόνια, για την ατιμωρησία των κλεπτών του δημόσιου πλούτου, για τη μείωση των μισθών, για την ακρίβεια των τιμών, για την έλλειψη των αγαθών, για τη μετανάστευση των παιδιών μας, για τη διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών, για το ξεπούλημα των δημοσίων οργανισμών, για την έλλειψη δημόσιας παιδείας, για τη βία ένεκα πολιτικών φρονημάτων, φυλής, φύλου κι άλλων διακρίσεων, για τη χρεοκοπία της πατρίδας μας, με κύριο σύνθημα:

«Αυτός πόλεμος δεν είναι δικός μας».

 Μετά τη διαμαρτυρία ο δάσκαλός μας εξορίστηκε σ΄ ένα ερημικό νησί. Οι προχωρημένοι ηλικίας μαθητές του βρισκόμαστε ακόμη στη φυλακή εν αναμονή της δίκη μας… με….κα… ηγ…  ρ… δι…  σπο… … κα… ε…  χρ…   ει… ων…

*   *   *

Η τελευταία σελίδα του άγνωστου ιστοριογράφου ήταν μισοσβησμένη από την πολυκαιρία. Χωρίς ημερομηνία για το χρόνο των γεγονότων, έχοντας μόνο την ένδειξη στο επάνω μέρος της πρώτης σελίδας: «Από τη φυλακή της ντάπιας».

Ιστορικά, τα γεγονότα που παραθέτει, συμπίπτουν με συμβάντα της δεκαετίας  1916-1926, χωρίς να αποκλείονται άλλες δεκαετίες παλαιότερες και νεότερες.

Στην κατοχή μου κατέληξε, περιπλανώμενος οικισμό παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με ξύλινες προεξοχές (σαχνισιά) και καφασωτά παράθυρα, πόλη της Δυτικής Θεσσαλίας, βρίσκοντάς την σε μικρή κατεστραμμένη «μεσάντρα» (μικρό εντοιχισμένο κελάρι) στα χαλάσματα ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού στο εσωτερικό μιας κασετίνας καπνού.

Για την αντιγραφή

Βασίλης Πάνος

24/6/2022