Home » Βιβλιοθήκη » Η ΑΓΙΑ ΜΟΝΗ

Η ΑΓΙΑ ΜΟΝΗ

Των Χριστουγέννων

 

Aγία Μονή, ήταν το όνομα της ενορίας που γεννήθηκα, που αν γνώριζε κανείς την ιστορία της δε θα έλεγε ότι κατοικείται κι από άγιους ανθρώπους. Κάθε άλλο μάλιστα, σε πολλούς ανθρώπους είχε τη φήμη της ενορίας των «κόκκινων διαβόλων».

Απ΄ το προσωνύμιο, «Μικρή Μόσχα», που απέκτησε την περίοδο ενός αιματηρού πολέμου, πολεμώντας το φασισμό που είχε απλωθεί σ΄όλο τον κόσμο και τους  κάτοικους της στρατευμένους με την καρδιά τους, με τον «Κόκκινο Στρατό» και με όπλα και παλάσκες των «Συμμάχων Άγγλων», που αποδείχθηκαν στο τέλος φίδια κολοβά.

Στην Κεντρική Πλατεία της μεγάλης πόλης, το μνημείο μνήμης των πέντε παλικαριών που αποτυπώνει τη θυσία των αγωνιστών εκείνου του πολέμου τρεις μορφές Μαρτύρων είναι της Άγιας ενορίας μου.

Μάρτυρες που γεννήθηκαν από μητέρες άγιες, ζώντας τα παιδικά μου χρόνια πλάι τους, όχι με μια μάνα μόνο, αλλά πολλές κι ακόμη περισσότερες θείες και γιαγιάδες.

Μια άγια ενορία, που έμοιαζε με μια  τεράστια Μονή, με ανώγια, κατώγια και χαγιάτια που περιβάλλονταν από μια ατέλειωτη κι απλωτή αυλή και γύρω της την κύκλωναν δασοτόπια, λιμνούλες, ποτάμια και καταπράσινα λιβάδια.

Τα σπίτια της, τριών και πέντε οικογενειών μαζί, είχαν όλα τις πόρτες και τις αυλές τους πάντα ανοιχτές, για όλα τα παιδιά. Δυο-τρεις στριμμένες και ξενόφερτες μανάδες δεν άνοιγαν την πόρτα της αυλής τους, φοβούμενες τα «διαβολάκια», μα την περίοδο των εορτών τις άνοιγαν κι εκείνες.

Σπάνια, οι μητέρες, οι θείες και οι γιαγιάδες θύμωναν με τις αταξίες μας, κι αν καμιά φορά μας μάλωναν η φωνή τους έμοιαζε με χάδι. Λες κι ήταν όλες Αδελφές τις ίδιας Μονής κι ήταν όλα τα παιδιά δικά τους.

Μόνο οι πατεράδες ήταν πάντα θυμωμένοι και κατέβαζαν βρισίδια, αραγμένοι στα καφενεία του Μεσοχωριού ανέλυαν, καυγαδίζοντας, τα πολιτικά πράγματα των ημερών και ξεχώριζαν απ΄ τα βρισίδια που ξεστόμιζαν.

Τα νεύρα τους πάντα τεντωμένα, γιατί άφησαν τα ψηλά βουνά, τη πιο ψηλή κωμόπολη  των Βαλκανίων, ελεύθεροι από δεσμά, και ήρθανε στον κάμπο, με τους ληστές με τα ρεβέρ και τις γραβάτες κι έναν χαραμοφάη βασιλιά που τότε βασίλευε στη χώρα.

Οι άγιες μητέρες, θείες και οι γιαγιάδες ήταν γεμάτες καλοσύνη, όλες ίδιες, ακόμη και των μπλε σπιτιών με μπλε πατέρα. Όλες «κόκκινες», όχι σε κάποια Μόσχα γεννημένες, αλλά στην Άγια Μεγάλη Παναγιά, στην ορεινή πατρίδα των γιαγιάδων τους.

Δείτε, τι ονόματα είχαν οι γιαγιάδες της Μεγάλης Παναγιάς. Αρετή, Ουρανία, Χάιδω, Χαρίκλεια, Ευτέρπη, Ανδρομάχη, Ασπασία, Καλυψώ, Μερόπη, Ευθυμία, Αθηνά, Αναστασία, Ευθαλία, Ευαγγελία, Ευτυχία, Ευανθία, Ευδοκία.

Άγια ονόματα, για ηρωικές μανάδες και μητέρες. Και δε γεννούσαν ένα και δύο παιδιά, αλλά τσούρμο η καθεμιά. Πώς μετά να ξεχωρίσεις το δικό σου το παιδί ; Για αυτό είχαμε πολλές μαμάδες και θείες πιο πολλές. Και μας τάιζαν και μας κανάκευαν το ίδιο όλες, όταν γεμίζαμε τις απλωτές αυλές τους.

Κι όπως όλες οι θρησκευτικές Μονές, έχουν τη  τιμητικής τους μέρα, έτσι και η Άγια ενορία μου είχε τη τιμητική της, τα Χριστούγεννα και του Άι-Βασίλη. Τότε φορούσε τα γιορτινά της, με τα αρχονταρίκια της να στάζουν μέλι και γάλα.

Τα Αρχονταρίκια, ήταν οι καλοί οντάδες όλων των νοικοκυραίων. Πώς να περιγράψεις τέτοια ομορφιά ; Με τους κρεμαστούς μπερντέδες, τα καναπλίκια, τις μπάντες, τα χαλιά και τα  φλοκωτά χαλάκια, που στόλιζαν τις πόρτες, τα παράθυρα, τους καναπέδες, τους τοίχους και τα ξύλινα πατώματα, αναδύοντας μια ζεστή θαλπωρή σ΄όλο το σπίτι με το τζάκι να μη σβήνει ποτέ.

Χειροποίητα κεντημένα υφαντά, αριστουργήματα της υφαντικής τέχνης της Άγιας Μονής,  διπλωμένα προσεκτικά στις ξύλινες μεσάντρες και στα μπαούλα έναν ολόκληρο χρόνο, έβγαιναν να προϋπαντήσουν τους καλεσμένους τις γιορτινές μέρες και να δώσουν χαρά, ευτυχία και καλοτυχία στον νοικοκύρη και σε κάθε επισκέπτη του σπιτιού.

Μετά τον οντά, το λόγο είχε κουζίνα πλημμυρισμένη απ΄ τα αρώματα των μπαχαρικών, απ΄ τους κουραμπιέδες, το ρεβανί, τον μπακλαβά, το παντεσπάνι και τα κουλούρια, που γέμιζαν όλο το σπίτι, έτοιμα να πάρουν τον δρόμο για τον φούρνο, που τις παραμονές των Χριστουγέννων έκαιγε μέρα και νύκτα, με τον κυρ Γιώργη ξάγρυπνο μην αρπάξει και καεί το χριστόψωμο της κυρά-Ευανθίας και οι κουραμπιέδες της  κυρά- Ουρανίας που τους είχε απλώσει προσεκτικά, για να μη κολλήσουν, στο χαλκωματένιο της ταψί.

Στην επιστροφή τους, φρεσκοψημένα τα περίμεναν όμορφες πιατέλες από πορσελάνη πάνω στα κεντημένα χειροποίητα τραπεζομάντηλα με όλα τα συναφή ασημικά για να ευχαριστήσουν τον γιορτινό επισκέπτη και το γιορτινό τραπέζι κάθε νοικοκυριού.

Προς το βράδυ, στο τζάκι η χύτρα με το καυτό λάδι περίμενε τις λαλαγγίτες να φουσκώσουν και να αλειφτούν με μέλι, κανέλα και καρύδια και η γάστρα με τ΄αναμμένα κάρβουνα χουχούλιαζε την γαλατόπιτα, που και εκείνη δεν έλειπε από κανένα σπίτι.

Την άλλη μέρα τα παιδιά ξυπνούσαν πρωί-πρωί, για να προλάβουν όλες τις μητέρες, θείες και γιαγιάδες που περίμεναν πώς και πώς να ακούσουν τις φωνές τους.

Και άρχιζε η γιορτή, τα καλντερίμια γέμιζαν από μικρούς αγγέλους που έψελναν τα κάλαντα, με σιδερένια τρίγωνα, φτιαγμένα από χαλασμένες πυροστιές, φέρνοντας την αναγγελία της Γέννησης σε κάθε σπίτι, με φιλοδώρημα λίγα ξυλοκέρατα, στραγάλια, κουλούρια και καμιά τρύπια δεκάρα περασμένη στο σκοινί.

Και ύστερα, οι επισκέψεις, τσούρμο και εκείνες, αρχίζοντας με τον αφέντη- παππού της οικογένειας και ύστερα ακολουθούσε όλο το σόι, φίλοι, συμπέθεροι, κουμπάροι και άλλοι συγγενείς και οι πατεράδες τους, που τότε μόνο δε ήταν θυμωμένοι, πίνοντας άφθονο κρασί, με νόστιμους μεζέδες αρχίζανε τα τραγούδια, καλλίφωνοι οι περισσότεροι, «σαν πάτε πάνω στα βουνά στην όμορφη Μεγάλη Παναγιά…». Ύμνος και κατευόδιο για αυτούς που έφυγαν και καλωσόρισμα σε όλα τα νεογέννητα που ήρθαν εκείνη τη χρονιά και πήραν την πρώτη τους ανάσα.

Άγιες μητέρες, μαμάδες, θείες και γιαγιάδες μιας Άγιας Μονής.

Β.Π.