Home » Βιβλιοθήκη » ΤΟ ΤΡΥΠΙΟ ΛΙΘΑΡΙ

ΤΟ ΤΡΥΠΙΟ ΛΙΘΑΡΙ

Ο Καπετάν Παλιούρκας και οι

40 κλέφτες

Το λημέρι των κλεφτών, με Πρωτοκαπετάνιο τον Καπετάν Παλιούρκα, ήταν σε μέρος δυσπρόσιτο κι απρόσιτο σε κάθε επισκέπτη που θα τύχαινε στη στράτα του ξαφνικά μπροστά του. Διακόσια μέτρα κάτω απ΄  την ψηλότερη κορυφογραμμή της οροσειράς του Κόζιακα που του θεριστή τις μέρες βασίλευε ο ήλιος.

Απ΄  εκεί αγνάντευες όλο τον ΄κάμπο του Σαλαμπριά που φιδογύριζε μ΄έχρι να χαθεί στο βάθος του ορίζοντα. Μια ώρα δρόμος πιο ψηλά μια σήραγγα διαπερνούσε το βουνό σε όλη την έκτασή του. Το Τρύπιο Λιθάρι, όπως το έλεγαν. Δίοδος διαφυγής τους αν το λημέρι γινόταν αντιληπτό απ΄  τους Αρβανίτες  της Νερογεννημένης πόλης.

Είχαν μισοξαπλώσει οι περισσότεροι πάνω σε πυκνούς σωρούς από ξερά φύλλα δέντρων, τυλιγμένοι με τις αδιάβροχες κάπες τους, φτιαγμένες από κατσικίσια μαλλιά από υφάντριες και ράφτες που είχαν τα εργαστήρια και τους αργαλειούς κάτω στον μεγάλο κάμπο.

Στο βλάχικο οικισμό της Νερογεννημένης πόλης, με τους ταμπάκηδες του Νεραϊδοποταμού τους που για τις ανάγκες της δουλειάς τους μούλιαζαν τα δέρματα των γιδιών μέσα στα νερά του και ύστερα κοντά στις όχθες, έξυναν με τις μάνικες το μαλλί και στέγνωναν τα δέρματα, απλωμένα σε ξύλινα τελάρα.

Τρεις αρματωμένοι με γυριστά γιαταγάνια κρεμασμένα στο πλάι τους με ολόμαυρα μουστάκια, ετοίμαζαν τα καριοφίλια για ν΄ αλλάξουν τους συντρόφους τους στα καραούλια που είχαν στήσει περιμετρικά του λημεριού τους.

Ο Ψυχογιός ετοίμαζε μια αυτοσχέδια πυροστιά κοντά στη φωτιά, και οι κλέφτες συναγμένοι δίπλα της σε κύκλο όλοι, με φουστανέλες κοντές, τσαπράζια, γελέκα, παλάσκες και τα χρυσοκέντητα σελάχια τους απολάμβαναν τη ζεστασιά και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, καπνίζοντας τις μακριές πίπες τους.

-Πιάσανε το λιοντάρι της λίμνης και το βάλανε στο κλουβί, άνοιξε ο Βάγιας πρώτος κι απόψε την κουβέντα που είχε χρόνια να κατεβεί στον κάμπο. Κλέφτης νιος 25 χρόνων παλικάρι άφησε το χωριό του γιατί ένα αρχοντολόι προκρίτων Αρβανιτών του Αλή πασά είχαν κάνει τσιφλίκι το χωριό κι από τότε δεν όριζε τίποτα πια στη ζωή του.

-Πώς ωρέ Βάγια τον πιάσαν μην κι αντραλίστηκες απ΄  τον ήλιο όπου αργεί να βασιλέψει, αυτό έγινε χρόνια πίσω, είπε ο Καπετάν Παλιούρκας ο Πρωτοκαπετάνιος του Αρματολικιού. Πρωτοπαλίκαρο του παπα-Θύμιου Μλαχάβα μετά την καταστροφή του στα ριζά των Μετέωρων Βράχων, διωκόμενος για καιρό μάζωξε γύρω του όσους συντρόφους του απόμειναν κι έκανε δικό του αρματολίκι.

-Τον κολάκεψαν, και του έδωκε χαμπέρι ο Χουρσίτ Πασάς που πολεμάει τους ραγιάδες, πως τάχα  ο Σουλτάνος θα συγχωρήσει τα κρίματά του, τώρα που σήκωσαν κεφάλι οι ρωμιοί αν αντάμα τους πολεμήσουν. Κι ο Αλή πασάς καταχάρηκε από τούτον το μαντάτο, χωρίς να ξέρει τι τον περιμένει.

-Τ΄  άρεσε να γένει μεγάλος κι τρανός ξανά, μα Βάγια είναι ξινισμένα χαμπέρια τούτα που μας λέγεις.

-Τον ξεγέλασαν τον καψερό με τη συγχώρεση και τον πήγαν στο νησί της λίμνης, του κόψαν το κεφάλι και το  έστειλαν πεσκέσι στον Σουλτάνο.

-Να το φτιάξει πατσά και να το φάει! πρόσθεσε ο Ψυχογιός, ξεσπώντας όλοι στα γέλια με το χωρατό του. Γιος μεγάλης οικογένειας κι από γονείς φτωχούς δεν άντεξε και εκείνος τις αρπαγές του Αλή πασά και βγήκε στο βουνό.

-Του πήραν το κεφάλι κι ούλα του τα πλούτη και τη γυναίκα του απ΄  τα Βασιλικά που  είναι σιμά στη Νερογεννημένη κι ούλους αντάμα τους πήγαν στη Θεούπολη.

-Του Κωνσταντίνου πόλη;

-Πες την κι έτσι.

-Νέο χαμπέρι έχεις να μας πεις ωρέ Βάγια ; Σκοτείνιασε η πλάση, ωσάν και το μυαλό σου. Στον Αλή πασά είσαι ακόμα.

Ο Βάγιας αποτραβήχτηκε απ΄  τη φωτιά και την κουβέντα συνέχισε ο Αναγνωσταράς, κλέφτης γραμματιζούμενος και γραμματικός του αρματολικιού από μεγάλο σόι. Άφησε και κείνος τον κάμπο απ΄  του Αλή πασά την τυραννία, όταν στη Νερογεννημένη κατέβηκε να αφεντέψει ο γιός του ο Βελής.

-Άκου Καπετάνιο τι αραδιάζει τούτο το μπουγιουρντί που έλαβα στου Μεσινικολή το χάνι, ψες βράδυ: «Ο πόλεμος μας, αδέρφια, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός».

-Πού ήβρες τούτην τη γραφή; ρώτησε ο Ψυχογιός του Καπετάνιου.

-Μου την έδωκε σύντροφος καρδιακός και πιστικός.

-Μην τα πιστεύετε αυτά ωρέ! είπε ο Πρωτοκαπετάνιος

-Ο μόσκοβος, ο εγγλέζος και ο φραντσέζος φέρνουν γύρα ξανά και λευτεριά κι ο πόλεμος ο ιερός θα πάγουν κατά διαβόλου. Κι ο δικός μας πόλεμος χρόνια είκοσι, τι είναι ωρέ ; είπε πάλι

– Ακούτε τι σημειώνει η χάρτα ακόμα: «Πολεμούμε για ιερό σκοπό να ξαναπάρουμε τη λευτεριά μας πίσω, και την τιμή που αξίζουμε».

-Λόγια τ΄  αέρα . Είπαμε που ξέρεις γράμματα Αναγνωσταρά, αλλά όχι και κολλυβογράμματα του κερατά! Τα χαιρόμαστε ούλα τούτα εδώ πάνω εις τον καθαρό αέρα, τον διέκοψε το πρωτοπαλίκαρο, ο Νταλιάκουρας που μέχρι τώρα δεν είχε πει λέξη στην κουβέντα.

-Ακούτε και το στερνότερο: «Θα κάνουμε λεύτερη πατρίδα, θα γίνουμε νοικοκυραίοι λεύτεροι από νόμους δίκαιους και με σύνταγμα θα κυβερνιόμαστε».

Μόλις σταμάτησε το διάβασμα ο γραμματικός, ο  Κοντο-Βάγιας απ΄ την άκρη της φωτιάς άρχισε να τραγουδά:

Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις

νοικοκύρης, για ν’ αποκτήσεις πρόβατα,

ζευγάρια και γελάδες, χωριά κι

αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν”.

 

“Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω

νοικοκύρης, να κάμω αμπελοχώραφα,

κοπέλια να δουλεύουν, και να ‘μαι

σκλάβος των αφεντάδων, κοπέλι στους

γερόντους.

Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό

τουφέκι, να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά

στα κορφοβούνια, να πάρω δίπλα

τα βουνά, να περπατήσω λόγγους, να βρω

 λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων,

 και να σφυρίσω κλέφτικα, να σμίξω τους

συντρόφους, που πολεμούν με την τουρκιά

και με τους τουρκορβανίτες”.

Οι κλέφτες σιώπησαν όλοι γύρω απ΄  τη φωτιά.

-Σταμάτα ωρέ Βάγια να πούμε και καμιάν σπουδαία κουβέντα !

-Σαν τι λόγια σύντροφοι να πούμε; ρώτησε ο Πρωτοκαπετάνιος.

-Σαν αυτά που λαλούν ο μόσκοβος, ο εγγλέζος κι ο φραντσέζος όπου κάμαν καπετανάτα ίδια σαν του Αλή  και τους ανακατεύουν όλους με τα πίτουρα κι ύστερα βαρύνουν και φυλακώνουν τους Καπεταναίους.

-Και οι Καπεταναίοι της Ρούμελης του Μοριά και των νησιών του πέλαου τρώγονται αναμεταξύ τους, είπε ο Βλαχομήτρος, μιλώντας κι εκείνος για πρώτη φορά απόψε.

-Έργα φθονερά  του εγγλέζου, του φραντσέζου και του μπαυαρέζου.

-Ήρθε κι η αρμάδα του Ιμπραήμ Πασά και τα έκαμε σκορποχώρι ούλα τα μέρη του Μοριά κι ο μόσχοβος, ο εγγλέζος κι ο φραντσέζος κάκιωσαν και έσμιξαν πάλι, γιατί πόνεσε και η δική τους πλάτη. Ο Ιμπραήμ τους πήρε ούλο το πέλαγο και τους έκοψε το δρόμο για αυτό βούλιαξαν την αρμάδα του στο μπλόκο του Ναβαρίνου.

-Χωρίς να φτάσει είδηση καμιά, πρόσθεσε στην κουβέντα ο Γιαννακός νιος και κείνος κλέφτης του αρματολικιού. Μέρα γιορτής και πανηγυριού αστειεύτηκε με μια ξύλινη σπάθα και ένας Ζαπίτης τον έσπασε στο ξύλο μπροστά σ΄  όλο τον κόσμο κι απ΄  τη ντροπή του δεν ξαναγύρισε πίσω στο χωριό του, στη Λιμπίντζα  απ΄  τα μέρη του Άσπρου. Πότε πότε χάνονταν, περνούσε το Τρύπιο Λιθάρι και ροβολούσε κάτω στο Άσπρο να ανταμώσει τη μάνα και την αδερφή του που είχε κακοπαντρευτεί έναν τεμπέλη.

-Το έκαμαν για να γλυτώσουν το ρωμαίικο, κατά πως λένε.

-Ποιο ρωμαίικο ωρέ Αναγνωσταρά; Το ρωμαίικο έγινε  από σαράντα  χωριά, ύστερα απ΄  το τσακωμό των Καπετάνιων και των φραγκοφορεμένων, όπου μάθανε καλά τα γράμματα. Χώριζε πρώτα και ύστερα βασίλευε. Ξέρουν καλά τη τέχνη τους. Με το χαμό της Αρμάδας ο Σουλτάνος άφησε τον Μοριά και ο μόσκοβος, ο εγγλέζος κι ο φραντσέζος πήραν ούλες τις γιες κι έβαλαν στο γκουβέρνο τους  γραικύλους, έτσι τους λένε.

-Ποιους γραικύλους ωρέ;

-Δεν τα μάθατε ακόμα τα μαντάτα;

-Ούλα μαντάτα μας φέρνεις Γκούρα και μας κάμεις τη καρδιά περβόλι! Ποιο απ΄  ούλα;

-Οι γιες της Ρούμελης και του Μοριά, της γραικίας, έτσι ονόμασαν τη πατρίδα μας, την έκοψαν στα δύο. Ούτε αυτό το χαμπέρι δεν το ξέρετε; Τώρα μας κυνηγούνε κι απ΄  τις δυο μεριές, συμπλήρωσε το λόγο του ο Γκούρας, φευγάτος απ΄  το Μεσολόγγι στα 1826. Πολλές φορές ξύπναγε στον ύπνο αλλοπαρμένος και φώναζε «οπίσω, οπίσω». Ονείρατα φρικτά απ΄ εκείνη τη νύχτα, ξημερώματα των Βαΐων, διηγώντας πώς ξέφυγε το μπλόκο, λέγωντας: «Μία ημέρα πριν την έξοδο μαγείρευσαμεν έναν σκύλον, χωρίς λάδι, τόσο πεινούσαμε και είχαμε 5 μέρες χωρίς φαγί και τη νύκτα, 10 Απρίλη όπως μέτραγε τις μέρες ο παπα-Ζιώγκος στα 1826 μ΄ε άλλους συντρόφους. Είχαμε απομείνει 102 απ΄  το αρματολίκι του Καπέταν  Φλώρου, γιατί χάθησαν τους μήνες που περάσαμε στο κάστρο 18 συντρόφους και ύστερα κοινωνήσαμε από βραδύς με τους συντρόφους στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής. Οι Καπετάνιοι ούλοι εις μίαν γνώμη, μας έδωκαν τις οδηγίες τους να κάμουμε την έξοδο”. Μετά σταμάταγε ο Γκούρας τη διήγησή του, τα μάτια του δάκρυζαν από τις  θύμισες του και συνέχιζε: «Όταν γλυτώσαμε από την τουρκιά σφάζοντάς τους όσους τύχαιναν μπροστά μας, φτάσαμε στου Ζυγού τα ριζά  και εκεί βρήκαμε κι άλλους Αρβανίτες όπου μας καρτερούσαν και αφού τους κόψαμε, δεν είχαμε και τίποτα να χάσουμε και πολεμούσαμε σαν λιοντάρια. ¨Όταν φτάσαμε στην κορφή εκεί μετρηθήκαμε ξανά και είμασταν τριαντατρείς με τις φουστανέλες μας ούλες λερωμένες απ΄  τα αίματα, απ΄  απάνω έως κάτω και πληγές σ΄  ούλο μας το σώμα». Και σταμάταγε πάλι κι έπαιρνε έναν μεγάλο αναστεναγμό και μετά συνέχιζε: «Όταν φτάσαμε στου Κόζιακα τα μέρη ανταμώσαμε το Αρματολίκι του Καπετάν Παλιούρκα και τότες χώρισα απ΄  τους συντρόφους κι έτσι έμεινα σιμά του. Οι σύντροφοί μου πέρασαν το Τρύπιο Λιθάρι και συνέχισαν τη στράτα τους για τη Δρακολύμνη πάνω στην κορφή του Σμόλικα στην πατρίδα των γονέων μου».

-Γραικούς, όχι γραικύλους ωρέ Γκούρα, τον διόρθωσε ο γραμματικός.

-Το ίδιο είναι Αναγνωσταρά, δούλους μας θέλουν!

-Αυτον το σκοπό, τον ξέρουμε.

-Άιντε πάγω εις τα κατοπινά, στα πιο ζερβά. Το γραικία και γραικοί δεν  άρεσε στους Μοραΐτες, ούτε στους Ρουμελιώτες κι γύρευαν να βρουν κάποιο όνομα δικού τους βασιλιά, αλλά πού να τον βρουν τον βασιλιά στη Ρούμελη και στο Μοριά, αφού καθενού η πόλη και χωριό είχε άλλο γκουβέρνο. Κι αφού ξόδεψαν όλο το μπαρούτι που  είχαν, πολεμώντας αναμεταξύ τους, για το γκουβέρνο, σκότωσαν τον Κυβερνήτη και βάλανε βουλή, για να μη μαλώνουν άλλο οι Μεγάλες Δυνάμεις να τους φέρουν δικό τους βασιλιά.

-Παραμύθια της Χαλιμάς!

-Ώσαν τα παραμύθια Γιάγκο, αλλά αλήθεια ούλα, κι ύστερα τους δώκαν μιαν χάρτα από πρίγκηπες που στις φλέβες τους έφερνε γύρα γαλαζωπό αίμα, έτσι τους είπανε, κι οι γραικοί κι οι ρωμιοί γκιζιρνάνε τώρα στις βασιλικές αυλές τους να βρουν τον βασιλιά.

-Χωρίς να γίνει εξήγηση καμιά στη χάρτα για το γαλαζωπό αίμα; πετάχτηκε σαν σπόρος απ΄ τα σπαρτά που τα τσιμπούν οι κάργιες, ο Βάγιας πάλι

-Μην χωρατεύεις, ώρε Βάγια!

-Αίμα βασιλικόν που είχε και κόκκους γαλαζοπράσινους, όπως βάνουν στα καθαρτικά. Για να καθαρίζουν, όπως ο Αλή πασάς καθάριζε τους Καπεταναίους και τ΄ αρματολίκια του Παπαθύμιου, με δόλο και μπαμπεσιά.

-Σταμάτα ωρέ Βάγια, μην μας θυμίζεις τα περασμένα κακοπάθεια μας.

-Και το γαλαζωπό αίμα, δια να είναι αληθινό να έχει και κόκκους απ΄  τη μπογιά του βύσσινου, απ΄  τον μαρμαρωμένο βασιλιά, καρτερώντας τον διάδοχό του ν΄  αναστηθεί, είπε ο Βάγιας που δεν είχε σκοπό να σταματήσει το παραμιλητό του.

-Του Κωνσταντίνου, τον τσίγκλισε πάλι ο Γιάγκος

-Πες του κι έτσι.

-Τι χόρτο βάνεις στην πίπα σου ωρέ Βάγια; Ησύχασε το λόγο σου, του είπε γελώντας ο Πρωτοκαπετάνιος.

-Απ΄  τις καπνογιές της Μπάγιας, πετάχτηκε ο Βλαχοπάνος από το βάθος της σπηλιάς που ήταν κοντοχωριανός του απ΄  τη Ζούλιανη.

-Για το όνομα δεν μας λέγεις τίποτα Αναγνωσταρά.

-Κοντοφτάνω και στο όνομα της ΕΛΛΑΔΑΣ, που ο εγγλέζος, ο φραντσέζος και ο μπαυαρέζος, λένε ότι αυτό τάχα ήταν το όνομα του πολιτισμού των. Για αυτό πήραν τα μνημεία τα κερματίσανε και τα στείλαν στις πατρίδες τους. Ο εγγλέζος ξήλωσε ούλα τα γλυπτά της Αθήνας και τα κουβάλησε στην πατρίδα του. Γι αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις, ως θετοί γονείς μας, την ονόμασαν γραικία κι είχανε ούλοι την ίδια γνώμη να μη δώσουν το όνομα της ΕΛΛΑΔΑΣ των γονέων μας ποτές. Από τότε η πατρίδα μας έχει δύο ονόματα. Ο εγγλέζος, ο φραντσέζος και ο μπαυαρέζος, την κράζουνε γραικία και οι γονείς μας, ΕΛΛΑΔΑ.

Ο Κοντο-Βάγιας, τα είχε όλα μπερδεμένα, πότε έγινε το ένα και πότε το ΄άλλο. ¨Ολα είχαν ισιώσει μες στο μυαλό του κι άρχισε πάλι να τραγουδά, διακόπτοντας την κουβέντα των κλεφτών:

 “Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφτες να

 γενείτε  εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω

 της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών

τα ντέρτια.

Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι

κλέφτες!

Ποτέ  μας  δεν αλλάζουμε και δεν

ασπροφορούμε,

 ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.

Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες

καπετάνιος”.

Το κλέφτικο τραγούδι του Βάγια χαλάρωσε σιγά, σιγά τα βλέφαρα τους και το χασμουρητό του Καπετάν Παλιούρκα συνόδευε τους τελευταίους στίχους, με τ ‘ αστέρια τ’ ουρανού που έσβηναν στο μεσονύχτι τα χνάρια τους κι ένα νυχτοπούλι  άγρυπνο πάνω στα κλαδιά ενός δέντρου νανούριζε γλυκά ως που να σκάσει ο αυγερινός και οι κλέφτες να ξυπνήσουν πάλι.

Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα

σε στρώμα,

που καιροφυλακτούσε από ώρα του ύπνου τη

γλυκάδα με το χέρι στο προσκέφαλο και

το σπαθί

τους στρώμα και το καριοφυλάκι τους

σαν κόρη αγκαλιασμένο.

 

Βασίλης Πάνος.