Home » Βιβλιοθήκη » ΤΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ

ΤΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ

Δεν μπορεί ανθρώπου γλώσσα να ειπεί τι συμφορές εγεννούσαν των αρχόντων οι κλεψιές κι οι αδικιές…” *

Ο Γεωργής μου κόντευε τα 70, απόμαχος της βιοπάλης. Συνταξιούχος τώρα, 40 χρόνων εργασία, χωρίς σταματημό και διακοπή καμία. Μια φορά στα 67 του πήγαμε στην Αιδηψό, για τα λουτρά του, που του σύστησε ο γιατρός του και εκεί μας βρήκε το κακό, το χρέος. Και κείνοι που μας σώσανε, όπως μας είπανε, για το καλόν μας, δανειστές και σύμμαχοί μας, για να αποπληρώσουμε το χρέος, όπως μας λέγανε, του κόψανε τη σύνταξη, δυο φορές, και δεν ξαναπήγαμε στα λουτρά μας πια.

Τώρα του πονούν τα κόκαλα σε ΄όλες τις αρθρώσεις, κλεισμένος μες στο σπίτι, κι απορεί ακόμα πώς και γιατί φτώχυνε η πατρίδα του με τόσα καλά απάνω και τόση δουλειά που τράβηξε εκείνος και η αφεντιά μου, και τι σόι συμμαχία είναι αυτή, άλλος να χρωστά κι άλλος με τόκους να δανείζει.

Και να ήταν τα δεινά μόνο αυτά ; Εκείνο που δεν ξεπέρασε ποτέ του ήταν οι κατηγόριες τους, ότι για όλα τα δεινά έφταιγε εκείνος, γιατί τάχα ήταν τεμπέλης, χαραμοφάης και ξόδευε πιο πολλά απ΄ ΄όσα είχε.

Από τότε κλείστηκε στο σπίτι, και κόψε το ένα, κόψε τ΄ άλλο η νέα απαγόρευση με τον ιό μας βρήκε κλεισμένους από καιρό. Δύο χρόνους τώρα βγαίναμε στη βεράντα λίγες ώρες να μας χτυπήσει ο ήλιος να πούμε μια καλημέρα να αισθανόμαστε ζωντανοί ακόμα.

Τα βράδια τώρα, πετάγεται στον ύπνο του, από θύμισες του πατέρα του από χρόνια δύσκολα που πέρασε στα 1916. Και τότε ήταν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους και περνούσαν ό,τι περνούμε και εμείς τώρα. Πόλεμος μεγάλος, με άλλα μέσα κι άλλα όπλα. Και ο κόσμος χωρίστηκε κι έγινε διχασμός μεγάλος.

Ένα βράδυ, που άκουσε τα κοράκια, όπως τα έλεγε εκείνος, στο χαζοκούτι που ήταν κατάρα και παρηγοριά αντάμα, γιατί άκουγε συχνά ότι για όλα που περνούμε αυτός έφταιγε ακόμα, γιατί ήταν απείθαρχος, κακομαθημένος και τα ΄ή΄θελε όλα γαλάτα και μελάτα. Όλο το βράδυ ήτανε συλλογισμένος κι ο ύπνος τον πήρε τα χαράματα.

Τα κοράκια, με εξήγησε στο ξύπνιο του την άλλη μέρα κράζουν ανάλογα με τα συμφέροντα της χώρας και εκείνους που υπηρετούν. Χτες έλεγαν τα ίδια, όπως και στο 1ον Παγκόσμιο Πόλεμο, με την Αντάτ, Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας ενάντια στη συμμαχία των κρατών της Γερμανίας. Και τότε τα οικονομικά τους χώριζαν, όπως και τώρα. Οι δυνάμεις της Ευρώπης, όπως και τώρα, χειραγωγούσαν τους λαούς με τα κοράκια της εποχής εκείνης και των πολιτικών κομμάτων τους.

Μα εκεί που δεν κρατιόταν πια και άστραψε η ματιά του και βρόντηξε η φωνή του, ήταν μόλις είδε στο γυαλί ευεργέτες και βοήθειες.

«Τότε, στα 1917, κανείς δεν ήξερε που πήγαιναν τα βοηθήματα και ποιοι και πώς τα χειριζόταν. Τα κόμματα, κάθε μερίδας, φιλονικούσαν μεταξύ τους, ποιος καταχράστηκε τα περισσότερα και σφάζονταν σαν τα κοκόρια. Για λαθρεμπόριο αγαθών και υλικών, και η βοήθεια πήγαινε σε αποθήκες, για να πουληθεί από μαυραγορίτες, όταν θα αρχίζανε να είναι λειψά τα υλικά κι άλλα αναγκαία αγαθά. Κρύβανε τα αναγκαία να τα πουλήσουν πιο ακριβά κι άλλα τα στέλναν έξω που υπήρχε ζήτηση και τιμή μεγάλη».

«Αλλιώς είναι τα πράγματα Γιωργή μου σήμερα, μη ταράζεσαι», του είπα για να τον ησυχάσω λίγο.

«Σ’ εμένα θα τα φορτώσουν όλα τα φαγοπότια πάλι», είπε θυμωμένα και ύστερα με εξιστόρησε τις σφαγές από τις επιτροπές των αγαθών βοήθειας υλικών, χρημάτων κι άλλων ειδών διατροφής. «Το έλα να δεις γινόταν στα 1918, το ένα κόμμα κατηγορούσε το άλλο, ποιος έτρωγε τα περισσότερα και οι δυνάμεις της Ευρώπης κάναν τη δουλειά τους, όπως και σήμερα. Τόσο το ξύδι, τόσο το λαδόξυλο».

Τον διχασμό και τη διχόνοια φοβόταν περισσότερο απ΄ όλα, λέγοντας συχνά: «είναι το κουσούρι μας, από την αρχαιότητα έως και τώρα, και το κουσούρι αυτό θα το εκμεταλλευτούν οι εχθροί μας κι αυτό θα κάνουν πάλι όταν θα ΄ρθουν τα πιο δύσκολα».

«Και τότε, το 1912 ως τα 1914 χύσαμε πολύ αίμα για να ελευθερώσουμε του ελληνισμού τα μέρη, το ίδιο κάναμε και το 2010 ως τα 2014, χύσαμε πολύ ιδρώτα, για να ελευθερωθούμε από τα χρέη. Και ύστερα τα κράτη της Ευρώπης κίνησαν πάλι πόλεμο, από την κρίση που έχει φωλιάσει από καιρό στα σπλάχνα τους και κάθε κρίση φέρνει διχόνοια, διχασμό και πόλεμο Τώρα, μικρή ελπίδα έχω μόνο, μην έρθουν τέτοιες μέρες δύσκολες, μα αν έρθουν να ΄μαστε μονιασμένοι κι όλοι αδελφωμένοι;».

Ο ύπνος του είχε ταραχθεί τις τελευταίες μέρες, έβλεπε συχνά εφιάλτες μετά τη απαγόρευση, δεν έβλεπε κανέναν και παραμιλούσε ξύπνιος και ύπνιος όλη την ώρα.

«Σε ποιον μιλάς για πόλεμο, σφαγές κι αρρώστιες, σε ποιον μιλάς και αγορεύεις πάλι;

Είχε και εκείνος τις παραξενιές, 45 χρόνους ταίρι μου και πλάι του, με παπά και με κουμπάρο, φόρεμα απλό και στολισμό κανένα. Έτσι για τα καθιερωμένα. Την ευλογιά απ΄το θεό την πήραμε με τρόπον ανεξήγητο, μέρα που πιάναμε τον Μάη, πιάστηκε και το στεφάνι μας μ΄ ένα φιλί στο στόμα.

-Τι με κοιτάς, απορημένος πάλι ;

Με κοίταζε σαν χαμένος με το νου ακόμη να πλανιέται μέσα σε καπνούς και αντάρες που φέρνει κάθε πόλεμος και ξάφνου σιγά, σιγά, σαν από ομίχλη που τη διαλύει το φέγγος, είδα στη οθόνη των ματιών του τη μορφή μου, με χαμογέλασε και ο ύπνος ήρθε πάλι και ηρέμησε τους λογισμούς του.

Μα ησυχασμό ούτε εγώ είχα στο νου μου με όλα αυτά που ιστορούσε και ξάφνου είδα το Γιωργή να βγαίνει στη βεράντα και να φωνάζει με δυνατή φωνή που έφτανε μέχρι τα αυτιά μου.

-Άρχοντες πολιτικάντηδες, ψεύτες, λωποδύτες, απατεώνες, φαυλοκράτες, αλαζόνες, καιροσκόποι, τεμπέληδες, αδούλευτοι, πονηροί, υποκριτές, κοράκια αχόρταγα, φάγατε ότι σας εμπιστεύτηκε η πατρίδα μου κι όλα τα ξεπουλήσατε, κι άλλα ακατονόμαστα που δεν μπορώ να αντιγράψω κι αφού τελείωσε μπήκε ξανά στο σπίτι.

Ύστερα από λίγο ξαναβγήκε κι άρχισε να φωνάζει, ό,τι μπορούσε να συγκρατήσει από τον αέρα που φυσούσε η ακοή μου.

-Ραγιάδες, δούλοι, κιοτήδες, δειλοί, κουτοπόνηροι, προσκυνημένοι, βουβοί, σαλεμένοι, χωρίς ζυγό στη πλάτη σας κι αφέντη εσείς δεν ζείτε, μα ούτε τη ψήφο την αναίμακτη δεν λογαριάζεται σωστά, κι άλλα βαριά και ακατονόμαστα που δε χωρεί ο νους μου.

Το ίδιο έκανε άλλες δυο φορές, με την ίδια σειρά πάντα, και ύστερα ακούστηκαν σειρήνες από περιπολικά και βγήκα στη βεράντα να δω τι τρέχει. Ένα τσούρμο από αστυνομικούς κλείσανε από τις δυο μεριές το δρόμο που περνούσε το σπιτικό μας κι απλώσανε μια ασπροκόκκινη κορδέλα βάλανε και σιδερένια φράγματα, και ύστερα από λίγο ήρθαν δυο αυτοκίνητα με φώτα που αναβόσβηναν και βγήκαν 4 άνδρες με άσπρες φορεσιές και σκάφανδρα σαν αστροναύτες, με μηχανήματα κι άλλα φυσερά, με καροτσάκι που έμοιαζε σαν αυτά που βάζουν τα μωρά πριν βγουν στην ώρα τους, περιμένοντας με αγωνία να δω ποιος αρρώστησε στη γειτονιά μας.

Το καροτσάκι σταμάτησε μπροστά στη πόρτα τη δική μας και δεν το πίστευα ακόμα. Έλεγχος προληπτικός θα είναι, είπα μέσα μου, κι άνοιξα την πόρτα. Δυο αρματωμένοι με μάσκες, πιστόλια και ραβδιά αναποδογυρίσανε ότι βρίσκανε στο διάβα τους και πιάσανε το Γιωργή μου και τον τεντώσανε πάνω στο καρότσι, τον έδεσαν με λουριά σφιχτά και πάγωσα στη θέση που βρισκόμουνα, για ότι έβλεπα μπροστά μου και ύστερα τον βάλανε σ΄ ένα άσπρο φορτηγό με κόκκινο σταυρό απάνω.

Ούτε να τρέξω, ούτε να κινηθώ μπορούσα, άνοιγα το στόμα και φωνή δεν είχα. Άπλωσα τα χέρια να πιαστώ κι έπιασα τα χέρια του Γιωργή και εκείνος να μου λέει:

-Μη φοβάσαι Βασιλική μου, μάτια μου, ψυχή μου και ζωή μου! και ύστερα με φίλησε σαν του Μαγιού τη μέρα, του πρώτου μας φιλί που κοντοφτάνει, και του χρυσοκόμη θεριστή οι μέρες που βάλαμε στην εκκλησιά τις βέρες.

Και η φωνή του άρχισε πάλι να λαλεί:

-Να το θυμάσαι πάντα, η αγάπη νίκησε το φόβο και το θάνατο, άσε τους πεθαμένους, δεν ξέρουν τι κάνουν, είναι νεκροί από καιρό και δεν το ξέρουν. Κοντά είναι η ώρα που θ΄ αρχίσουν να τους θάβουν!

Για ψέματα, για αλήθεια ήταν όλα. Άκουγα ακόμη τον ήχο απ΄ τις σειρήνες των περιπολικών να σβήνει σιγά, σιγά, γύρισα τη ματιά μου προς το μέρος που από καιρό η θωριά του ήταν ακουμπισμένη στην πολυθρόνα απάνω.

-Γιωργή μου είσαι εδώ, είπα απορημένη και ρίχτηκα στην αγκαλιά του.

Βασίλης Πάνος 5/4/2020

*(στίχος ποιήματος). Αντώνιος Μαρτελάος 1797