Home » Ιστορία » Οι Σειρήνες του Πολέμου

Οι Σειρήνες του Πολέμου

28η Οκτωβρίου 1940

Το πρώτο  ανακοινωθέν έναρξης του Ελληνοϊταλικού πολέμου δημοσιεύθηκε στις τοπικές εφημερίδες την 29η Οκτωβρίου:  «Η ΙΤΑΛΙΑ ΚΗΡΥΞΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. “Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουσιν από της 05:30 ώρας…”  Και αμέσως μετά, η ανακοίνωση των πρώτων οδηγιών συμμόρφωσης των πολιτών στις νέες συνθήκες του πολέμου.

Κεντρικό Γκόλικο, Ύψωμα 1615, απέναντι από τον Αυχένα της Μετζγκοράνης. Τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν, αποκαλύπτοντας τους νεκρούς μαχητές.(Από τη συλλογή του Πέτρου Αρτάνη)

«1) καταργούνται παντελώς τα εξωτερικά φώτα οδών, πλατειών, οικιών και καταστημάτων.2) υποχρεούται ένοικοι πάσης φύσεως οικοδομών συγκαλύψωσι αμέσως διά παραπετασμάτων σκοτεινού χρώματος ή κοινών κλινοσκεπασμάτων ή αδιαφανούς βαθέως κυανούς μέλανος χρώματος υαλόφρακτους θύρας, παράθυρα, φωταγωγούς, φεγγίτες και παν άνοιγμα ακινήτου των 3) εις περιπτώσεις συναγερμού προβαίνουσι πλήρη συσκότιση ακινήτου των. Παρομοία μέτρα ληφθώσι παρά δημοσίων και ιδιωτικών καταστημάτων, και πάσης φύσεως οργανισμού και επιχειρήσεων 4) υποχρεούνται οδηγοί συγκοινωνιακών μέσων ξηράς λάβωσι αμέσως μέτρα συγκαλύψεως φωτισμού αυτών διατηρουμένων των απαραιτήτων μόνον διά λόγους ασφάλεια και κυκλοφορίας». Ανακοίνωση της διοίκησης της Παθητικής Αεράμυνας.

΄Έτσι άρχισε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940-1941,  ακούγοντας τους βόμβους των κινητήρων των εχθρικών αεροπλάνων τις πρώτες μέρες, φέρνοντας το μήνυμα έναρξης του πολέμου.

Τις επόμενες  μέρες οι ανακοινώσεις ήταν ακόμη πιο ανησυχητικές : «Κηρυχθείσης γενικής επιστρατεύσεως και στρατιωτικού νόμου ειδοποιούνται άπαντες οι κάτοικοι ότι αι διανομαί των τροφίμων και άρτου θα εξαλολουθήσωσιν γενόμεναι κανονικώς και επομένως δεν πρέπει να πανικοβληθώσι και να φροντίζωσι καθ΄ οιονδήποτε τρόπον να σχηματίσωσι αποθέματα τροφίμων πέραν των απαραιτήτων καθημερινών αναγκών των οικογενειών των καθ΄όσον το αντίθετον θα παταχθεί αυστηρώς παρά των λειτουργούντων από σήμερον στρατοδικείων δεδομένου ότι η κατοχή και η εναποθήκευση τροφίμων μεγαλύτερων των προς διατροφήν απαιτουμένων απαγορεύεται χάριν της επάρκειας του συνόλου των πολιτών. Επίσης υπομιμνίσκομεν εις τους επαγγελματίας τας σχετικάς διατάξεις περί απαγορεύσεως διανομής τροφίμων κατ΄  οίκον και πωλήσεως αυτών πέραν των αναγκαιουσών ποσοτήτων ημερησίως δι΄εκάστην οικογένειαν επί ταις αυστηραίς ποιναίς των ισχυουσών διατάξεων και του νόμου περί πολιτικής επιστρατεύσεως. Τονίζω ότι πάσα παράβασις των ανωτέρω θα παταχθή αμειλίκτως εν τη γεννέσει της».

Η ανακοίνωση περιορισμού των προμηθειών σταμάτησε για λίγο τις επιδρομές των  πολιτών στα καταστήματα ειδών διατροφής πρώτης ανάγκης και το έργο του επισιτισμού το ανέλαβαν οι μαυραγορίτες, κάνοντας γιουρούσια στα πεδινά κι αγροτικά χωριά, γεμίζοντας τις αποθήκες τους, με αποτέλεσμα τα άλευρα, τα ρεβίθια, το καλαμπόκι, οι πατάτες κι άλλα εδώδιμα κι αποικιακά να εξαφανιστούν μυστηριωδώς από τον πρώτο μήνα του πολέμου.

Πολλοί δεν είχαν καλά καλά προλάβει να προμηθευτούν τα αναγκαία του χειμώνα, μόλις είχαν επιστρέψει από τις θερινές διακοπές τους, παραθερίζοντας στα ορεινά χωριά  τους κι απ΄  το φόβο των βομβαρδισμών, πήραν ξανά το δρόμο για τα εγκαταλελειμμένα σπίτια τους.

Ο μόνος που ΄δεν χάρηκε, βλέποντας την επιστροφή τους, συν γυναιξί και τέκνοις ήταν ο Μήτρος Ζάμπουρας, έχοντας ένα μικρό μαντρί στη άκρη του χωριού, κοντά στο μεγάλο μοναστήρι του Σταυρού που μόλις τους είδε σταυροκοπήθηκε έντρομος τρεις φορές.

Μαθαίνοντας μετά τα καθέκαστα του πολέμου και ότι η επιστροφή τους οφείλονταν στον φόβο του βομβαρδισμού της πόλης, αμέσως μελαγχόλησε. Αυτός θα πλήρωνε τη νύφη πάλι. Έτσι γινόταν πάντα σε κάθε πόλεμο.

Πενήντα αρνιά και καμιά σαρανταριά κατσίκια ήταν ο βιος του όλος κι όλος, και ο πόλεμος θα ΄ φερνε τον στρατό ή τον εχθρό, όποιος  προλάβαινε πρώτος, θα φόρτωναν στα καμιόνια τα ζωντανά του για να τα πάνε στον κάμπο για σφαγή και τα λεφτά στα αλώνια, μετά το τέλος του πόλεμου, αν ζούσε ακόμα. ΄΄

Η δεύτερη ανακοίνωση της Αεράμυνας έφερε σύγχυση και  θορυβώδεις λογομαχίες στα καφενεία με τις βροντώδης φων΄΄ες τους μέσα και γύρω από τα “Χασάπικα” : «1) Απαγορεύεται η ήχησις σειρήνος ή σφυρίχτρας εργοστασίου ή κρούσις των κωδώνων των εκκλησιών των ιερών Μονών, των νεκροταφείων, των σχολείων, σιδηροδρομικών σταθμών, των οχημάτων, των εκτελούντων την καθαριότητα της πόλης, ως και παντός άλλου μέσου παράγοντος ήχον η χρήσις τούτων θα γίνεται αποκλειστικώς και μόνον διά την μετάδοσιν του Συναγερμού υπό των προς τον σκοπόν τούτον εντεταλμένων αρχών 2) ο συναγερμός θα μεταδίδεται διά των σειρήνων και των κωδώνων και εξαιρετικώς δια κανονιοβολισμών 3) Η έναρξις συναγερμού δίδεται ή διά σειρήνων διακοπτόμενος ήχος διαρκείας τριών λεπτών συνεχής ή δια Κανονιοβολισμών διά δέκα βολών πυροβόλου ρυπτομένων ανά 30 δευτερόλεπτα, εκάστη ήχησις συναγερμού δίδεται ή διά σειρήνων συνεχής ήχος διαρκείας τριών λεπτών β) διά κωδώνων διά βραδέως ρυθμού ήχησις διαρκείας τριών λεπτών συνεχής γ) διά κανονιοβολισμών διά βολών ανά δύο λεπτά εκάστην».

Στις φτωχοσυνοικίες τα αγυιοπαίδα (αλητόπαιδα), όπως τα αποκαλούσαν οι τοπικές εφημερίδες των αυστηρών αρχών, επαινώντας τις παρελάσεις της ΕΟΝ  της Μεταξικής νεολαίας, αποδοκίμαζαν τις παρέες των παιδιών που μιμούνταν τους ήχους των σειρήνων, προξενώντας φόβο στις γυναίκες που έτρεχαν με ξέπλεκα μαλλιά και ό,τι φορούσαν την ώρα εκείνη, παρατώντας τους γκαζοτενεκέδες καταμεσής του δρόμου για να κρυφτούν στα υπόγεια, κάτω απ΄ τις γέφυρες και στα ορύγματα.

Οι αυστηροί κανόνες της Μεταξικής δικτατορίας ήταν παρόν ακόμη. όποιος μαθητής περπατούσε στον δρόμο άνευ πηληκίου, χτυπώντας οι σειρήνες  δαιμονισμένα, ήταν παράπτωμα μεγάλο κι ακολουθούσε η ανάλογη ποινή, της αποβολής.

Οι τιμωρίες των μαθητών την περίοδο της Μεταξικής Δικτατορίας είχαν την τιμητική τους. Η τιμωρία για τα μακριά μαλλιά ήταν η συνηθισμένη, πέντε μέρες αποβολή. Κομμένη και η «Μπριγιαντίνη» κι άλλα «καλλωπιστικά»,  κι «αν ευρέθης εις ώραν απηγορευμένη νυκτερινήν εις οικίαν άλλου μαθητού», τότε την είχες βαμμένη τη διαγωγή σου.

Οι έφοδοι και οι έλεγχοι γινόταν καθημερινά και στα σπίτια ακόμη κι αν ο μαθητής είχε τσιγάρα πάνω του η κάπνιζε τιμωρούνταν με μεγάλη αποβολή, «διότι ευρέθη καπνίζων κατ΄   οίκον» ή «ευρέθη με κυτίον των 100 σιγαρέτων εις την τσέπην του».

Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου δεν ήταν παίξε γέλασε. Νόμος και Τάξη και ο έλεγχος  μέχρι και τι χρώμα βρακί φορούσες, χαιρετώντας με τον ίδιο φασιστικό χαιρετισμό που  είχαν επιβάλει όλοι δικτάτορες περιωπής της εποχής εκείνης.

Τις επόμενες μέρες η πόλη είχε μπει σε συνθήκες ενός ααιματηρού πολέμου παρότι το μέτωπο ήταν χιλιόμετρα μακριά. Κι όσο περνούσαν οι μέρες οι νέες απαγορευτικές ανακοινώσεις διά του τύπου  βυθίζανε την πόλη όλο και πιο βαθιά σ΄΄  ένα πόλεμο που οι συνθήκες διεξαγωγής του έδειχναν από την  αρχή ότι θα ήταν ανελέητος. Όχι μόνο για τους μάχιμους στρατιώτες του μετώπου, αλλά και για τους άμαχους πολίτες των πόλεων γυναικών, γέρων και παιδιών.

Αλλά πολλοί κάτοικοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει ακόμη τα δεινά αυτού του πολέμου κι αραχτοί έπιναν το καφεδάκι τους σαν να μη συνέβαινε ακόμη τίποτα, αναγκάζοντας και πάλι τις αρχές να εκδώσουν νέα ανακοίνωση:

«Απαγορεύονται οι φωτοβολίδες, τα τραπεζάκια, οι καρέκλες και οτιδήποτε εμποδίζει τη διέλευση πεζών, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες της ελεύθερης κυκλοφορίας».

Και παρά την απαγόρευση του φωτισμού,  όλα τα φώτα τίγκα και τα γραμμόφωνα στη διαπασών. Φωταγωγία το βράδυ πέρα έως πέρα, αγνοώντας παντελώς τις διατάξεις.

Το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά συνέχιζε τις ανακοινώσεις: «όπως άπασαι αι βαθμοφόροι και φαλαγγίτισσες της 200ης φάλαγγας θηλέων όπως προσέλθωσιν απροφασίστως περί 5,30 μ.μ. ακριβώς να ανακοινωθώσιν αυταίς διάφοροι διαταγαί και τακτοποιηθεί ή θέσις έκαστης απένατι της οργανώσεως εκ της Διοικήσεως θηλέων». Ωστόσο, παρά τις εκκλήσεις η προθυμία να προσέλθουν στις τάξεις της ΕΟΝ \ άρχισε να μειώνεται λόγω του πολέμου.

Παρόμοιες Εθνικιστικές νεολαίες είχαν όλες οι δικτατορίες  εκείνης της εποχής. Της Ιταλίας του Μουσολίνι, της Γερμανίας του Χίτλερ, της Ισπανίας του Φράνκο, της Ελλάδας του Μεταξά  και οι τότε μεγάλες δυνάμεις, του Ηνωμένου Βασιλείου, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ χαριεντίζονταν με τους επικεφαλής των φασιστικών κρατών, κλείνοντας κάθε είδους συμφωνίες.

«Έχοντες υπ΄όψιν τον από 28-10-40 Αναγκαστικό Νόμο δημοσιευθέντα εις τον υπ΄ αριθ 338 Φ, της Εφημ. Της κυβερνήσεως διό ετέθη εις κατάστασιν πολιορκίας άπασα η Επικράτεια». Όλη η χώρα σε κατάσταση πολέμου.

Εκτός από τους μαθητές των γυμνασίων και των δημοτικών που την ώρα των συναγερμών περπατούσαν επιδεικτικά στη μέση των πλατειών, ενοχλώντας  με τη συμπεριφορά τους τον τοπικό τύπο που σύστηνε στους μαθητές να αποφεύγουν «αυτάς τα τολμηράς επιδείξεις».

Τα δημόσια καταφύγια είχαν γεμίσει με ακαθαρσίες, παρατημένες για μέρες δεν άντεχες να μείνεις μέσα ούτε για λίγα λεπτά. Μετά απ΄ό λίγες μέρες, ύστερα από απανωτές εκκλήσεις ευπρεπίστηκαν από τα περιττά υλικά που ήταν στοιβαγμένα μέσα συγκεντρώνοντας σμήνη ενοχλητικών εντόμων.

Μπαίνοντας ο Νοέμβριος ακούστηκαν τρεις έντονοι συναγερμοί απανωτοί αρκετής διάρκειας κατατρόμαξαν τους κατοίκους. Ο πρώτος 7,10 πρωινή, την ώρα που ξεκινούσαν να πάνε όλοι στις δουλειές τους. Οι σειρήνες ηχούσαν δαιμονισμένα, συνοδευμένες από κωδωνοκρουσίες, προειδοποιώντας την εμφάνιση ενός σμήνους αεροπλάνων. Το σμήνος όταν ΄έφτασε πάνω από τη πόλη έκανε μερικούς κύκλους και ύστερα πήρε κατεύθυνση προς τη Λάρισα και Βόλο.

Στις 9 40΄  ο δεύτερος συναγερμός εισέπραξε χαιρετισμούς και μούντζες και ο τρίτος στις 12. 31΄   δεν ανησύχησε κανέναν εκτ΄ος από μερικούς που έσπευσαν να κρυφτούν στα κατασκευασμένα ορύγματα της κεντρικής πλατείας.

Μετά από λίγες μέρες τα μαντάτα απ΄  το μέτωπο του πολέμου ανέφεραν για δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, καταφθάνοντας και οι πρώτοι νεκροί και οι τραυματίες του πολέμου στην πόλη.

Αλλά οι θρήνοι των πρώτων θυμάτων σκεπάστηκαν από τις ζητωκραυγές των φαλαγγιτών και φαλαγγιτισσών, της ΕΟΝ θηλέων και αρρένων, παρελαύνοντας στους δρόμους, ακούγοντας τις πρώτες νίκες των Ελλήνων.

Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν κι ο γιος του Κώστα και της Δήμητρας Κουπαστελη. Ο πατέρας του δεν είχε  επιστρέψει ακόμη απ΄  την εξορία στον Άη Στράτη και η μάνα, αντιφασιστικής πολιτικής απόχρωσης, πριν από λίγους μήνες σε ένα κελί της Μεταξικής ασφάλειας, την “κοινώνησαν” το ρετσινόλαδο του Μανιαδάκη για να “αναμορφωθεί”  σε “εθνικόφρων χριστιανή”.

Τα πολυβόλα στο μέτωπο θέριζαν και απ΄ τις δυο μεριές. Οι σφαίρες, τα βλήματα των πυροβόλων και οι βόμβες δεν ξεχώριζαν τους στρατιώτες ανάλογα με τα πολιτικά φρονήματα τους.

Τα κορμιά τους έπεφταν στο χώμα, άταφα για μέρες. Χωρίς το στερνό κλάμα της μάνας του που τον καμάρωνε μέχρι χθες, έχοντας δώσει λόγο αρραβώνα και τα αρραβωνιάσματα τα γιόρτασαν προχθές την Κυριακή μια βδομάδα πριν φύγει ο γιος της κυρά- Μαρούσκας, έτσι την φωνάζανε στα Ταμπάκικα στο οικισμό των φτωχών και των καταφρονημένων.

Ο άνδρας της «παραθέριζε» στην Ανάφη. “Στο μνημείο της Νεότερης Ελλάδας”, όπως παρομοίασε τους τόπους εξορίας ένας παρασπουδαγμένος πολιτικός παράγοντας για πολλά χρόνια.

Η ανακομιδή των οστών των θυμάτων του Ελληνοϊταλικού πολέμου έγινε πολλές δεκαετίες  αργότερα. Η κυρά-Μαρούσκα και η κυρά-Δήμητρα ξανασυνάντησαν τα παιδιά τους πριν δουν το περίλαμπρο μνημείο τους.

Βασίλης Πάνος