Home » Βιβλιοθήκη » Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΘΑΝΑΣΗ

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΘΑΝΑΣΗ

«καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεε τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέστρεψε, καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν· ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου.

(Κατά Ιωάννη. 2,14 – 2,16)

Η εκκλησιά μας, του παπα-Θανάση μας, των παιδικών μας χρόνων. Ο μεγάλος του Θεού Οντά μας. Απλός κι απέριττος, χωρίς στολισμό ιδιαίτερο. Ανοιχτός, νύχτα μέρα. Γιορτές και Πασχαλιές σαν των πανηγυριών των ημερών το πήγαιν’ έλα.

 Τρέχαμε, μπαίναμε, βγαίναμε, παίζαμε, φωνάζαμε, ατακτούσαμε κι ο παπα-Θανάσης ούτε κουβέντα. Αυστηρός όταν έπρεπε, με των μεγάλων μόνο τα έργα. Ντυμένα παπαδάκια, ψαλτάκια και κρατώντας μανουάλια, λάβαρα, εξαπτέρυγα, τους δίσκους με τα αντίδωρα, όλα τα περάσαμε, με όλα τα καθιερωμένα. Γάμους, βαπτίσεις, κηδείες, μνημόσυνα, αγιασμούς, μεταλαβιές, με του σπιτιού μας τα άλλα έθιμα, αξεχώριστα.

Κι όταν αρρωσταίναμε, κοιμόμασταν στον Οντά του. Όλοι στην αράδα, περιμένοντας την Επίσκεψή του. Κι ερχόταν, μεγαλώνοντας, κάθε μέρα και πιο κοντά μας. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς διαταγές, χωρίς κηρύγματα, χωρίς έτσι πρέπει, με την ανοχή και τα χωρατά του.

Όταν μας μάλωνε, ήταν σαν να παίζαμε. Κουτσό, τζάμαρο, κότσια, κυνηγητό, ταμπούρι και κρυφτό. Κι όλα τα Μυστήρια τελείωναν με τα παιχνιδιάρικα έθιμά μας, όπως της βάπτισης, που τρέχαμε ποιος θα προλάβει πρώτος να φέρει το όνομα στη μάνα, κι ύστερα έξω από την Εκκλησιά να πιάσουμε απ΄το νονό μια τρύπια δεκάρα.

Την Πασχαλιά, στην πιο μεγάλη μας γιορτή, όλοι οι ενορίτες απ΄το πρωί στο πόδι, και το βράδυ στην εκκλησιά, κατά ομάδες, ψάλλοντας σ΄όλες τις Ακολουθίες, με φωνές καλλίφωνες, σαν τους τραγουδιστάδες. Σαν του γάμου τις ετοιμασίες με τα προέματα, τα προικιά και όλα τα καθιερωμένα που κρατούσαν και εκείνα μια βδομάδα πριν απ΄ το Μυστήριο. Ακολουθίες, σαν ουράνιες χορωδίες, με φωνές μπάσες, ψηλές, χοντρές και υψίφωνες. Κάθε ομάδα και τη φωνή της. Κι ο μαέστρος, ο παπα-Θανάσης, ψέλνοντας, όχι με φωνή ανθρώπου, αλλά φωνή Θεού.

Και το κορύφωμα των ημερών το Μέγα Σάββατο με το «Δεύτε λάβετε φως!». Και τον παπα-Θανάση, έχοντας την πείρα των προηγούμενων ετών, εφεύρισκε κάθε φορά καινούργιο τρόπο, πώς θα ύψωνε τη λαμπάδα, βγαίνοντας απ΄ την Ωραία Πύλη. Μάντευε απ΄τα πριν, απ΄τις κουβέντες των παιδιών, τι είχαν μηχανευτεί οι «αντίπαλοί» του να του πάρουν γρήγορα το φως, και κάθε χρόνο άλλαζε την τακτική του.

Οι λαμποδοφορείς, κι εκείνοι ετοίμαζαν κρυφά τις λαμπάδες τους, ενισχυμένες με βαμβάκια και πανιά, ποτισμένα με οινόπνευμα κι άλλα εύφλεκτα υλικά για να πρωτοπάρουν το φως, ο καθένας πιο γρήγορα απ΄τους άλλους. Κι ο νικητής, απολάμβανε τιμές βαλκανιονίκη, σαν εκείνον που έπιανε πρώτος το σταυρό τα Θεοφάνια. Ήταν ο εκλεκτός, που έπαιρνε το Άγιο φως πρώτος. Και το όνομά του γυρόφερνε σ΄όλες τις γειτονιές.

-Παρασκευούλα, ποιος πήρε φέτος το φως;

-Ο Τσίλας, της Ουράνους!

Ο παπα-Θανάσης μας, ο χωρατατζής και ο παιχνιδιάρης, από των αρχαίων θεών το γένος, δεν ήταν εύκολος «αντίπαλος». Τους παίδευε όσο μπορούσε, όσους πιάνανε θέση πίσω απ΄ την Ωραία Πύλη, βρίσκοντας νέα τεχνάσματα κάθε χρόνο.

Ψηλότερος απ΄ όλους, πάνω από δύο μέτρα. Όταν θα ΄βγαινε στην Ωραία Πύλη ήξερε τι τον περίμενε. Γι αυτό φρόντιζε να περάσει τη λαμπάδα του αλώβητη, απ΄το σύμπλεγμα των χοντρών κεριών και ποτισμένων βαμβακιών με οινόπνευμα κι άλλα εύφλεκτα υλικά που αιωρούνταν στον αέρα.

Αν περνούσε, ήταν αδύνατον μετά να φτάσουν τη λαμπάδα του, πιο ψηλά απ΄όλους, αφήνοντας τους λαμπαδοφορείς του να χοροπηδούν για λίγο πάνω στο υπερυψωμένο βάθρο του σαν τα νηστικά κοκόρια.

Τότε γινόταν το έλα να δεις, από σπασμένες λαμπάδες, σπρωξίματα, κουτρουβαλητά, πεσίματα, βαμβάκια και πανιά, κρεμασμένα στις λαμπάδες να πηγαίνουν πέρα δώθε. Θέαμα κωμικό, δεν μπορούσες να κρατηθείς απ΄ τα γέλια.

Στη δεύτερη αντιφώνηση: «Δεύτε λάβετε φως!» κατέβαζε τη λαμπάδα του στο ύψος των πλεκομένων και τότε έπαιρναν όλα φωτιά. Λαμπάδες, πανιά, βαμβάκια και πολλές φορές μαζί και τα μαλλιά.

Άντε μετά να βρεις, ποιος πήρε το Φως!

Μυστήριο μεγάλο. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς διαταγές, χωρίς κηρύγματα, χωρίς έτσι πρέπει, με την ανοχή, τη καλοσυνάτη υπομονή και τα χωρατά του παπα-Θανάση άναβε μέσα μας, χρόνο με το χρόνο,  το Άγιο Ανέσπερο Φως!

—————–

Μετά από λίγα χρόνια, με την εφηβεία μας, έφυγε ο παπα-Θανάσης, ήρθε η Δικτατορία. Διαταγές, κηρύγματα και έτσι πρέπει… 

Άλλαξε και του Θεού ο Οντάς μας. Γέμισε παράσημα, επωμίδες, στολίδια και χαλιά Περσίας. Οι  τοίχοι με ελαιογραφίες, χρυσοκέντητες στολές, επίσημοι με φράκα. Τρεις δίσκοι στη σειρά και δυο παγκάρια απ΄έξω. Μισθοί σαν των πολιτευτών, τιμές για κάθε Μυστήριο. Τόσο το κερί, τόσο λάδι, το λιβάνι, ο αγιασμός και το Μυστήριο του γάμου ανάλογα με τον στολισμό, τον αριθμό, το ψάλσιμο, το ρεύμα κι άλλα του γάμου αναγκαία.

 «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερόν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν»

 (Κατά Ματθαίου. 21, 12-13).

Βασίλης Πάνος