Home » Βιβλιοθήκη » ΤΟ ΦΟΒΙΚΟΝ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

ΤΟ ΦΟΒΙΚΟΝ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

Δεν ξέρω πως θάρρεψε η μάνα μου, 20 ημερών μανταλωμένη και είπε να πάει για προμήθειες στο Σούπερ Μάρκετ, με όλα τα μέτρα ασφαλείας, όπως μας συνιστούν, μέρες τώρα, οι σχετικοί κι άλλοι γιατροί ειδικολόγοι.

Φόρεσε παλάσκες κι άλλα αναγκαία, καθότι θα πήγαινε σε μάχη, γιατί έξω από το σπίτι της, όπως άκουγε το κουτί που έχει τα κέρατα στα κεραμίδια και κάθε μέρα τραγουδεί, πως τάχατες αν βγει ξαρμάτωτη θα τη πιάσει απ΄ την αναπνοή και το λαιμό ο αόρατος εχθρός της.

Φόρεσε την πανοπλία της, μάσκα σφικτή, κάσκα μ΄ ένα μάλλινο σκουφί, γυαλιά αδιαπέραστα, γάντια κι απορρυπαντικά και βουρ κίνησε να προμηθευτεί τα απαραίτητα, μη πεθάνει κι απ΄την πείνα καρτερώντας το αόρατο εχθρό της.

Φτάνοντας στο Σούπερ Μάρκετ είδε μια σειρά από καρότσια, και κανείς αρματωμένος, σαν αρειανή όπως εκείνη, και σκέφτηκε μήπως έληξε ο συναγερμός, αλλά πίσω της στα 2 μέτρα άραξε ο επόμενος, με άντρα θωριά κι έμοιαζε με αγνώστου πλανήτη φορεσιά, με μαύρη μάσκα και τραγιάσκα.

Έφτασε στην είσοδο, κοιτώντας την παράξενα οι μπροστινοί της, δίνοντας μια εξήγηση στον εαυτόν της ότι οι ξαρμάτωτοι, οι πιο πολλοί, είχαν προσβληθεί από τον αόρατο εχθρό της και είχαν πιάσει ανοσία ή κάποια λύσσα, γι αυτό την κοίταζαν με λαιμαργία.

Μπαίνοντας μέσα ίδρωνε απ΄τη φασκιά της και τα γυαλιά της έπιασαν θαμπάδα. Προσπάθησε να τα καθαρίσει, με τα γάντια που φορούσε, αλλά δεν μπορούσε κι άρχισε να σκουντουφλάει και να μη βλέπει καθαρά τίποτα μπροστά της ό,τι είχε σκοπό να πάρει κι ένας φρουρός πως τάχατες δίπλα της να την παραφυλάει.

Οι ξαρμάτωτοι, οι πιο πολλοί, όλοι σε μια γραμμή γεμίζανε με άνεση τα καροτσάκια τους, χωρίς καμιά προφύλαξη και μόνο εκείνη κι ο άλλος, του άγνωστου πλανήτη, που δεν φορούσε προστατευτικά γυαλιά γέμιζε και κείνος το καλάθι εύκολα και στη σειρά.

Μες τη θαμπάδα και στο ύδρωμα που την είχε καταβάλει, άρχισε να φορτώνει ό,τι νόμιζε ότι ήτανε κοντά σ΄εκείνα που είχε μες στο μυαλό να πάρει.

 Η ανάσα της άρχισε να κλείνει κι άρχισε να ρίχνει ό,τι να ΄ναι, μη πάει η έξοδός της εντελώς χαμένη, αψηφώντας τον αόρατο εχθρό της που καραδοκούσε να τη πιάσει από το λαιμό της.

Έφτασε στο ταμείο καταϊδρωμένη, έψαξε την κάρτα της με τα χέρια μπουκωμένα απ΄ τα γάντια και στα μάτια τη θαμπάδα, προσπαθώντας να δει τον αριθμό, χωρίς να βλέπει τίποτα για να πατήσει το σωστό

Την έπιασε ο πανικός, πέσαν τα γυαλιά της, μισόβγαλε τα γάντια της, μισόφυγε η μάσκα της, στράβωσε το σκουφί της και κακήν κακώς, λεύτερη για λίγο, πάτησε και πλήρωσε τον λογαριασμό που δεν είχε ξανακάνει ποτέ με τέτοιο αριθμό.

Όρμησε στην έξοδο πανικόβλητη μη τη πιάσει την αναπνοή κι απ΄τον λαιμό ο αόρατος εχθρός της, βλέποντάς την ξαρματωμένη και απ΄ την ταραχή της, μέχρι να φτάσει στο σπιτικό της, την κυνηγούσαν οι ξαρμάτωτοι σαν ζόμπι λαίμαργα, φυσώντας με τις αναπνοές τους, μπάλες γλιτσιασμένες σαν μπόμπες της θαλάσσης πάνω στο πρόσωπό της.

Έφτασε στο σπίτι καταϊδρωμένη που είχε εκτεθεί για λίγο στο αόρατο εχθρό της κι είχε πάρει τα μισά απ΄ότι είχε στο μυαλό της. Τα ρούχα της έσταζαν απ΄ τον ιδρώτα, το στόμα της γλίτσιαζε από τη κλειστή αναπνοή της, το κεφάλι της, τα χέρια, τα μάτια και όλο το κορμί της, μονολογούσε ότι τις πονούν για ώρες και τα ζόμπι λαίμαργα την κυνηγούν ακόμη.

Κάτι το ΦΟΒΙΚΟΝ είχε κολλήσει στο μυαλό της μετά τη πρώτη έξοδό της. Τώρα είναι κλεισμένη και διπλά μανταλωμένη. Κοιτάει απ΄το παράθυρό της και όταν περνά κανένας νομίζει ότι κοιτά εκείνη, πότε θα κοιμηθεί για να ρουφήξει την αναπνοή της.

Χτες κάποιος ξαρμάτωτος πήγανε πέρα δώθε έξω απ΄ το σπίτι της, κάποιος άλλος κουβαλούσε και ένα σκυλί μαζί του. Με παρακολουθούν, το ξέρω, μονολογούσε κάθε τόσο. Περιμένουν να ξαναβγώ αλόγιστα και πάλι να με πιάσουν απ΄το λαιμό μου.

Σήμερα, όπως με τηλεφωνεί κάρφωσε σανίδες στα παράθυρά της και στη πίσω πόρτα τράβηξε τη τρίφυλλη ντουλάπα. Έκλεισε και το κουτί με τα κέρατα στα κεραμίδια που μετρά όλους τους αποθαμένους, μην είναι μηχάνημα και κείνο του διαβόλου και πάρει ξαφνικά το νου και τη πνοή της.

Αύριο, μου είπε ότι θα κλείσει και τις χαραμάδες για να μην ακούει τις ανάσες που βουίζουν μες στα αυτιά της και θα βάλει στο στόμα και στη μύτη της ένα τσιπροπάνι για να ρουφά αέρα.

Ευτυχώς, είμαι καλά, μου λέει κι ότι είναι καλά ακόμη στα μυαλά της.

Μ΄ ανησυχώ με όλα τούτα που ακούω.

-Ποιος χτυπά την πόρτα μου. Φύγε κακό δαιμονικό δεν πρόκειται να ανοίξω. Το ξέρω, με παρακολουθείς. Τώρα βήχεις, ακούω την βρωμερή ανάσα να χαϊδεύει τον λαιμό μου.

-Εγώ είμαι μάνα, η Βαγγελιώ η κόρη σου. Άνοιξε!

-Ψέματα λέγεις δαιμονικό χτικιό, εμένα δε θα με ξεγελάσεις.

Άκουσα βήματα πίσω από την πόρτα της που είχε μπροστά έναν σταυρό με γάνα απλωμένο και κρότο από το θυμιατό της που είχε από χτες αναμμένο και σταύρωνε τη πόρτα να φύγει το κακό δαιμονικό που έλεγε πως τάχα ήταν η κόρη της η Βαγγελιώ.

-Άνοιξε μάνα!

Άρχισε να τρέμει καθώς ακούει το κλειδί στην πόρτα από τον δαιμονικό που προσπαθεί να μπει στο σπιτικό της και νιώθει να τη σφίγγει κάτι μες στο λαιμό και πέφτει στο δάπεδο λιπόθυμη από το φοβικό της.

Άρχισα να τη χτυπώ απαλά στο πρόσωπο, έβρεξα μ΄ενα τσιπροπάνι το μέτωπό της, ακούγοντας μετά από λίγο τη φωνή της.

-Εσύ είσαι κόρη μου, με τρόμαξες παιδί μου…

1/4/2020

Βασίλης Πάνος